ἐπεγχέω: Difference between revisions
Ἔρωτα παύει λιμὸς ἢ χαλκοῦ σπάνις → Amorem inopia nummi sedat aut fames → Die Liebe stillt der Hunger oder Geldmangel
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπεγχέω]] και [[ἐπεγχύνω]] και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] επί [[πλέον]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ [[πάθος]] ἐπεγχέασα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[χύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εγχέω]] «[[χύνω]]»]. | |mltxt=[[ἐπεγχέω]] και [[ἐπεγχύνω]] και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)<br /><b>1.</b> [[χύνω]] επί [[πλέον]] ή [[πάνω]] σε [[κάτι]] («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ [[πάθος]] ἐπεγχέασα», <b>Αισχύλ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[απλώς]]) [[χύνω]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[εγχέω]] «[[χύνω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπεγχέω:''' μέλ. <i>-χεῶ</i>, [[χύνω]], [[διοχετεύω]], [[παρέχω]] [[επιπλέον]], σε Αισχύλ., Ευρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
poet. ἐπεγ-χεύω Nic.Fr.72.5:—
A pour in upon or besides, A.Ag.1137 (lyr.), Philox.2.40; ἄλλην [κύλικα] ἐπ' ἄλλῃ E.Cyc.423; pour in fresh water, Hp.Int.1.
German (Pape)
[Seite 908] (s. χέω, ἐπεγχεύῃσι Nicand. Ath. IX, 372 f), dazu-, wieder eingießen; Aesch. Ag. 1108, l. d.; Hippocr. u. Sp.; – ἄλλην ἐπ' ἄλλῃ Eur. Cycl. 423.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπεγχέω: μέλλ. -χεῶ, ποιητ. -χεύω, Νίκ. παρ’ Ἀθην. 372F· -ἐγχέω ἐπὶ ἢ προσέτι, Αἰσχύλ. Ἀγ. 1137, Ἱππ. 532, 23, κτλ.· ἐπεγχέων ἄλλην ἐπ’ ἄλλῃ κύλικα Εὐρ. Κύκλ. 423.
French (Bailly abrégé)
verser encore sur, verser par-dessus.
Étymologie: ἐπί, ἐγχέω.
Greek Monolingual
ἐπεγχέω και ἐπεγχύνω και ποιητ. τ. ἐπεγχεύω (AM)
1. χύνω επί πλέον ή πάνω σε κάτι («τὸ γὰρ ἐμὸν θροῶ πάθος ἐπεγχέασα», Αισχύλ.)
2. (απλώς) χύνω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + εγχέω «χύνω»].
Greek Monotonic
ἐπεγχέω: μέλ. -χεῶ, χύνω, διοχετεύω, παρέχω επιπλέον, σε Αισχύλ., Ευρ.