ἐξογκόω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξώγκωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐξώγκωμαι;<br />faire enfler, gonfler ; <i>Pass.</i> être gonflé <i>ou</i> chargé (de broderies, d’ornements) ; <i>fig.</i> se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (<i>litt.</i> les voiles gonflées par un vent favorable);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξογκόομαι-οῦμαι se gonfler, s’enfler, croître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀγκόω]]. | |btext=-ῶ :<br /><i>ao.</i> ἐξώγκωσα, <i>pf. Pass.</i> ἐξώγκωμαι;<br />faire enfler, gonfler ; <i>Pass.</i> être gonflé <i>ou</i> chargé (de broderies, d’ornements) ; <i>fig.</i> se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (<i>litt.</i> les voiles gonflées par un vent favorable);<br /><i><b>Moy.</b></i> ἐξογκόομαι-οῦμαι se gonfler, s’enfler, croître.<br />'''Étymologie:''' [[ἐξ]], [[ὀγκόω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξογκόω:''' μέλ. <i>-ώσω</i>, κάνω [[κάτι]] να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ., <i>[[μητέρα]] τάφῳ ἐξογκοῦν</i>, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ., [[γίνομαι]] [[ογκώδης]], <i>πάντα ἐξώγκωτο</i>, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.· <i>τὰ ἐξωγκωμένα</i>, ολοκληρωτική [[ευημερία]], στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ. μέλ., στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:48, 30 December 2018
English (LSJ)
A heap up, σπλῆνας (compresses), Hp.Art.14: metaph., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν honour her by raising a tomb, E.Or. 402, cf. ἐξόγκωμα:—Pass., to be swelled out, πάντα ἐξώγκωτο, of Alcmeon with his garments stuffed with gold-dust, Hdt.6.125, cf. Arr. Tact.35.4; τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι to be a luxurious liver, E.Supp.864: metaph., to be puffed up, elated, proud, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Hdt.6.126; σὺ σός τ' ἀδελφὸς ἐξωγκωμένοι E.Andr.703; τὰ ἐξωγκωμένα full-sailed prosperity, Id.IA921; ὑπὸ φθόνου καὶ λύττης πρὸς τὸν ἐμφύλιον ἐξώγκωτο πόλεμον Eun.Hist.p.222 D.:—Med., fut., E.Hipp.938: aor., ἐξωγκώσατο Ath.7.290a.
German (Pape)
[Seite 884] auf-, anschwellen, μητέρα τάφῳ, d. i. der Mutter einen Grabhügel erhöhen u. sie dadurch ehren, Eur. Or. 402. – Pass., anschwellen, übervoll werden, τραπέζαις, sich mit Speisen überladen, Eur. Suppl. 888, wofür Ath. VI, 250 f τραπέζας lies't, mit Speisen anfüllen; πάντα ἐξόγκωτο, dem ἐβέβυστο entsprechend, Her. 6, 125; übertr., sich aufblähen, sich brüsten, ἐξωγκωμένοι τινί Eur. Andr. 704, wie Her. 6, 126 u. Sp. – Τὰ ἐξωγκωμένα, das Glück, Eur. I. A. 921, vom Segel hergenommen, welches durch günstigen Wind geschwellt wird. – Med., ἐξογκώσασθαί τι, sich prahlend äußern, Ath. VII, 290 a.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξογκόω: κάμνω τι ὀγκῶδες, φουσκώνω, ὑψώνω, Ἱππ. π. Ἄρθρ. 791· μεταφ., ἐν ᾗ (ἡμέρᾳ) τάλαιναν μητέρ’ ἐξώγκουν τάφῳ, «ἔθαπτον» (Ἡσύχ.), Εὐρ. Ὀρφ. 402, πρβλ. τὴν ἑπομ. λέξιν. - Παθ., γίνομαι ὀγκώδης, ἐξογκοῦμαι, πάντα ἐξώγκωτο, περὶ τοῦ Ἀλκμέωνος, ὅστις ὠφελούμενος ἐκ τῆς δωρεᾶς τοῦ Κροίσου ἔλαβεν ἐκ τοῦ θησαυροῦ αὐτοῦ ὅσον χρυσὸν ἠδυνήθη νὰ σηκώσῃ ἐπάνω του, πληρώσας ἐξ αὐτοῦ τοὺς κόλπους τῶν ἱματίων του καὶ τοὺς μεγάλους κοθόρνους οὓς ἐπίτηδες ἐφόρεσεν, Ἡρόδ. 6. 125· τραπέζαις ἐξογκοῦσθαι, ὑπερπληροῦσθαι, ἐσθίειν ὑπὲρ τὸ δέον, Εὐρ. Ἱκ. 864· μεταφ., «φουσκώνω», ὑπερηφανεύομαι, πάτρῃ ἐξωγκωμένοι Ἡρόδ. 6. 126· σὺ σός τ’ ἀδελφὸς ἐξωγκωμένος Εὐρ. Ἀνδρ. 703· μετρίως τε χαίρειν τοῖσιν ἐξωγκωμένοις, ἐν ταῖς μεγάλαις εὐτυχίαις, ὁ αὐτ. Ι. Α. 921· οὕτω καὶ κατὰ μέσ. μέλλ., ὁ αὐτὸς ἐν Ἱππ. 938, πρβλ. Ἀθήν. 920Α.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
ao. ἐξώγκωσα, pf. Pass. ἐξώγκωμαι;
faire enfler, gonfler ; Pass. être gonflé ou chargé (de broderies, d’ornements) ; fig. se glorifier : τινι de qch ; τὰ ἐξωγκωμένα EUR la prospérité (litt. les voiles gonflées par un vent favorable);
Moy. ἐξογκόομαι-οῦμαι se gonfler, s’enfler, croître.
Étymologie: ἐξ, ὀγκόω.
Greek Monotonic
ἐξογκόω: μέλ. -ώσω, κάνω κάτι να πρηστεί, να φουσκώσει· μεταφ., μητέρα τάφῳ ἐξογκοῦν, την τίμησαν υψώνοντας τύμβο, σε Ευρ. — Παθ., γίνομαι ογκώδης, πάντα ἐξώγκωτο, είχε όλα τα ρούχα του, στον ίδ., Ευρ.· τὰ ἐξωγκωμένα, ολοκληρωτική ευημερία, στον ίδ.· ομοίως και στον Μέσ. μέλ., στον ίδ.