ἐπηλυγάζω: Difference between revisions
Θυσία μεγίστη τῷ θεῷ τό γ' εὐσεβεῖν → Pietate maius nil offertur numini → Das größte Opfer für den Gott ist Frömmigkeit
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπηλυγάζω]] και ἐπηλυγίζω (AM)<br /><b>1.</b> [[επισκιάζω]], [[καλύπτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επηλυγάζομαι</i><br />κρύβομαι [[πίσω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αποκρύπτω]] («[[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηλυγ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηλύγ</i>-<i>η</i> «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]»]. | |mltxt=[[ἐπηλυγάζω]] και ἐπηλυγίζω (AM)<br /><b>1.</b> [[επισκιάζω]], [[καλύπτω]]<br /><b>2.</b> <b>μέσ.</b> <i>επηλυγάζομαι</i><br />κρύβομαι [[πίσω]] από [[κάτι]]<br /><b>3.</b> [[αποκρύπτω]] («[[ὅπως]] τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», <b>Θουκ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> <i>ηλυγ</i>-<i>άζω</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>ηλύγ</i>-<i>η</i> «[[σκιά]], [[σκοτάδι]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπηλῠγάζω:''' ([[ἠλύγη]]), [[επισκιάζω]] — Μέσ., <i>τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι</i>, [[επισκιάζω]] (δηλ. [[κρύβω]], [[αποκρύπτω]], [[καταχωνιάζω]], [[συγκαλύπτω]]) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· <i>ἐπηλυγάζεσθαί τινα</i>, σε Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
or ἐπηλῠγ-ίζω,
A overshadow, cover, τινὰς ἱματίοις Ael.NA4.7, cf. 3.16, al.:—Med., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι throw a shade over, i.e. disguise, conceal one's own fear by... Th.6.36; ἐ. τὴν χεῖρα hold one's hand as a shade over one's eyes, Arist.GA780b19; and (without χεῖρα) ἐ. πρὸ τῶν ὀμμάτων ib.781b12, cf. Aristocl. ap.Eus.PE14.18; ἐπηλυγισάμενός τινα putting him as a screen before one, Pl.Ly.207b; ἐ. ὕλην Arist.HA559a1, cf. 613b9; use as a lurking place, ὀπήν ib.623a29:—Pass., to be concealed, ὑπὸ τῆς ἀγνωσίας Dam.Pr.26; τινί ib.29; to be suppressed, Hp.Mul.2.156. (Both -άζω and -ίζω are found in codd.)
German (Pape)
[Seite 920] überschatten, bedecken, im eigtl. Sinne, Euseb. νέφος τὰς ἡλιακὰς ἀκτῖνας, neben καλύπτειν, Ael. H. A. 1, 41 u. öfter. – Häufiger im med., al sich bedecken, τὴν κεφαλήν, Ael., für sich darauf decken, von Vögeln, die sich ein Nest machen, ἐπηλυγαζόμενοι ὕλην, ἄκανθαν, Arist. H. A. 6, 1. 9, 8; u. übertr., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, Thuc. 6, 36 u. Sp.; vgl. Jacobs zu Ael. H. A. 19, 25. – b) τινά, sich hinter Einem verbergen, Plat. Lys. 207 b. Viele Beispiele, bes. aus Sp., führt Ruhnken zum Tim. p. 117 an.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπηλῠγάζω: ἢ -ίζω, ἐπισκιάζω, ἀφρὸν καλύπτοντά τε αὐτοὺς καὶ ἐπηλυγάζοντα Αἰλ. π. Ζ. 1. 41:- Μέσ., ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται, «ἐπικρύπτωνται» (Σχόλ.), δηλ. ὅπως διὰ τοῦ κοινοῦ φόβου ἐπισκιάζωσι, κρύπτωσι τὴν ἑαυτῶν δειλίαν, Θουκ. 6. 36· ἐπ. τὴν χεῖρα, κρατεῖν τὴν χεῖρα ὑπεράνω τῶν ὀφθαλμῶν πρὸς ἐπισκίασιν, Ἀριστ. π. Ζ. Γεν. 5. 1, 35· καὶ (ἄνευ τοῦ χεῖρα), ἐπ. πρὸ τῶν ὀμμάτων αὐτόθι 5. 2, 7· ἐπειδὴ πλείους ἑώρα ἐφισταμένους, τούτους ἐπηλυγασάμενος προσέστη, «ἐπίπροσθεν ποιησάμενος» (Ἡσύχ.), Πλάτ. Λύσ. 207Β· οὕτως, ἐπὶ περδίκων καὶ ὀρτύγων, τίκτουσιν… ἐν τῇ γῇ ἐπηλυγαζόμενα ὕλην, κρυπτόενα ὑπὸ ὕλην, Ἀριστ. Ι. Ζ. 6. 1, 5., 9. 8, 1, πρβλ. 9. 39, 6.- Παθ., εἶμαι κεκρυμμένος ἢ περιωρισμένος, Ἱππ. 658. 58, κτλ.- Παρ’ Ἱππ., Πλάτ. καὶ Ἀριστ. τὰ χειρόγρ. ποικίλλουσι μεταξὺ -άζω καὶ -ίζω.
French (Bailly abrégé)
couvrir, cacher, acc.;
Moy. ἐπηλυγάζομαι cacher pour soi : τὴν κεφαλήν ÉL se cacher la tête ; fig. τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον THC abriter sa propre crainte sous celle d’autrui.
Étymologie: ἐπῆλυξ.
Greek Monolingual
ἐπηλυγάζω και ἐπηλυγίζω (AM)
1. επισκιάζω, καλύπτω
2. μέσ. επηλυγάζομαι
κρύβομαι πίσω από κάτι
3. αποκρύπτω («ὅπως τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζωνται», Θουκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + ηλυγ-άζω (< ηλύγ-η «σκιά, σκοτάδι»].
Greek Monotonic
ἐπηλῠγάζω: (ἠλύγη), επισκιάζω — Μέσ., τῷ κοινῷ φόβῳ τὸν σφέτερον ἐπηλυγάζεσθαι, επισκιάζω (δηλ. κρύβω, αποκρύπτω, καταχωνιάζω, συγκαλύπτω) το δικό μου, τον προσωπικό μου φόβο εξαιτίας των άλλων, σε Θουκ.· ἐπηλυγάζεσθαί τινα, σε Πλάτ.