ἐπιγηθέω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι οὐδὲν ἧττον τὰ αὐτὰ ποιήσουσι, κἂν σὺ διαρραγῇς → You may break your heart, but men will still go on as before

Source
(Bailly1_2)
(4)
Line 18: Line 18:
{{bailly
{{bailly
|btext=-ῶ :<br />se réjouir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γηθέω]].
|btext=-ῶ :<br />se réjouir de, τινι.<br />'''Étymologie:''' [[ἐπί]], [[γηθέω]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπιγηθέω:''' μέλ. <i>-ήσω</i>, [[χαίρομαι]], [[αναγαλλιάζω]] ή [[πανηγυρίζω]], <i>τινί</i>, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπιγηθέω Medium diacritics: ἐπιγηθέω Low diacritics: επιγηθέω Capitals: ΕΠΙΓΗΘΕΩ
Transliteration A: epigēthéō Transliteration B: epigētheō Transliteration C: epigitheo Beta Code: e)pighqe/w

English (LSJ)

   A rejoice, triumph over, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ' ἐπεγήθει A.Pr.157; exult in, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Opp.H.1.570:— also in form ἐπιγενν-γήθω, τοῖς γινομένοις Simp.in Epict.p.88D.

German (Pape)

[Seite 932] (s. γηθέω), sich darüber freuen; τινί, Aesch. Prom. 156; γάμῳ δ' ἐπιγηθήσαντες Opp. H. 1, 570; a. sp. D.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπιγηθέω: γηθέω, χαίρω ἐπί τινι, ἐπιχαίρω, ὡς μήτε θεὸς μήτε τις ἄλλος τοῖσδ’ ἐπεγήθει Αἰσχύλ. Πρ. 157 (ἐνθα ὁ Elmsl. διώρθωσεν ἐγεγήθει, ἐπὶ τῷ λόγῳ ὅτι τὸ γέγηθα ἔχει ἀείποτε σημασίαν ἐνεστ. παρ’ Ἀττ.): -γαυριῶ, χαίρω διά τι, εὐφραίνομαι, γάμῳ ἐπιγηθήσαντες Ὀππ. Ἁλ. 1. 170.

French (Bailly abrégé)

-ῶ :
se réjouir de, τινι.
Étymologie: ἐπί, γηθέω.

Greek Monotonic

ἐπιγηθέω: μέλ. -ήσω, χαίρομαι, αναγαλλιάζω ή πανηγυρίζω, τινί, σε Αισχύλ.