ἐξυπανίστημι: Difference between revisions
From LSJ
(12) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐξυπανίστημι]] (Α)<br />υψώνομαι [[προς]] τα [[πάνω]], εξογκώνομαι. | |mltxt=[[ἐξυπανίστημι]] (Α)<br />υψώνομαι [[προς]] τα [[πάνω]], εξογκώνομαι. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐξυπανίστημι:''' μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, [[σμῶδιξ]] μεταφρένου ἐξυπανέστη, [[οίδημα]] που εμφανίστηκε [[κάτω]] από το [[δέρμα]] της [[πλάτης]], σε Ομήρ. Ιλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
only in intr. aor. 2, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη a weal
A started up from under the skin of the back, Il.2.267, cf. Pythag. ap. Porph.VP40.
German (Pape)
[Seite 890] Il. 2, 267 σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη, ein Striemen erhob sich unter der Haut zwischen den Schultern.
Greek (Liddell-Scott)
ἐξυπανίστημι: μόνον ἐν τῷ ἀμεταβ. ἀορ., σμῶδιξ δ’ αἱματόεσσα μεταφρένου ἐξυπανέστη, «οἴδημα δὲ ὕφαιμον ἔνδοθεν τοῦ μεταφρένου αὐτοῦ ἐξωγκώθη» (Θ. Γαζῆς), Ἰλ. Β. 267.
English (Autenrieth)
only aor. 2 intrans., σμῶδιξ μεταφρένου, started up from (on) his back under the blows of the staff, Il. 2.267†.
Greek Monolingual
ἐξυπανίστημι (Α)
υψώνομαι προς τα πάνω, εξογκώνομαι.
Greek Monotonic
ἐξυπανίστημι: μόνο σε αμτβ. αόρ. βʹ, σμῶδιξ μεταφρένου ἐξυπανέστη, οίδημα που εμφανίστηκε κάτω από το δέρμα της πλάτης, σε Ομήρ. Ιλ.