ἐπικεράννυμι: Difference between revisions

From LSJ

οὕτω τι βαθὺ καὶ μυστηριῶδες ἡ σιγὴ καὶ νηφάλιον, ἡ δὲ μέθη λάλον → silence is something profound and mysterious and sober, but drunkenness chatters

Source
(13)
(4)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἐπικεράννυμι]] (Α)<br />[[ανακατεύω]] και [[πάλι]], για δεύτερη [[φορά]] («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον [[οἶνον]] [[ἐπικρῆσαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[ανακατεύω]]»].
|mltxt=[[ἐπικεράννυμι]] (Α)<br />[[ανακατεύω]] και [[πάλι]], για δεύτερη [[φορά]] («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον [[οἶνον]] [[ἐπικρῆσαι]]», <b>Ομ. Οδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>επί</i> <span style="color: red;">+</span> [[κεράννυμι]] «[[ανακατεύω]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἐπικεράννῡμι:''' μέλ. <i>-κεράσω</i>, απαρ. αορ. αʹ -[[κρῆσαι]] (Επικ. αντί <i>-κεράσαι</i>)· [[αναμειγνύω]], [[ανακατεύω]] συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.
}}
}}

Revision as of 22:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπικεράννῡμι Medium diacritics: ἐπικεράννυμι Low diacritics: επικεράννυμι Capitals: ΕΠΙΚΕΡΑΝΝΥΜΙ
Transliteration A: epikeránnymi Transliteration B: epikerannymi Transliteration C: epikerannymi Beta Code: e)pikera/nnumi

English (LSJ)

   A mix in addition, οἶνον ἐπικρῆσαι (aor. 1 inf.) mix fresh wine, Od.7.164, cf. Gal.18(1).169:—Med., Damocr. ap. eund.14.100.

German (Pape)

[Seite 948] (s. κεράννυμι), noch einmal, von Neuem mischen, οἶνον ἐπικρῆσαι Od. 7, 164; übh. beimischen, Sp.

French (Bailly abrégé)

ao. inf. épq. ἐπικρῆσαι;
verser sur, mêler, acc..
Étymologie: ἐπί, κεράννυμι.

Greek Monolingual

ἐπικεράννυμι (Α)
ανακατεύω και πάλι, για δεύτερη φορά («σὺ δὲ κηρύκεσσι κέλευσον οἶνον ἐπικρῆσαι», Ομ. Οδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < επί + κεράννυμι «ανακατεύω»].

Greek Monotonic

ἐπικεράννῡμι: μέλ. -κεράσω, απαρ. αορ. αʹ -κρῆσαι (Επικ. αντί -κεράσαιαναμειγνύω, ανακατεύω συμπληρωματικά, σε Ομήρ. Οδ.