ἐπικαταπίπτω: Difference between revisions
From LSJ
τὸν θάνατον τί φοβεῖσθε, τὸν ἡσυχίης γενετῆρα, τὸν παύοντα νόσους καὶ πενίης ὀδύνας → why fear ye death, the parent of repose, who numbs the sense of penury and pain
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου. | |mltxt=[[ἐπικαταπίπτω]] (AM) [[καταπίπτω]]<br /><b>1.</b> [[πέφτω]] [[πάνω]] σε κάποιον ή σε [[κάτι]] («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», <b>Λουκιαν.</b>)<br /><b>2.</b> περιλαμβάνομαι στο [[μερίδιο]] κάποιου. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπικαταπίπτω:''' μέλ. -[[πεσοῦμαι]], ρίχνομαι, [[πέφτω]] πάνω σε κάποιον, σε Λουκ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:52, 30 December 2018
English (LSJ)
A fall upon, Luc.Anach.1; γαίῃ Q.S.3.399. 2. metaph., fall to the lot of, λυγρῷ ἐπικάππεσεν ὄλβος Id.7.78.
German (Pape)
[Seite 946] (s. πίπτω), darüber herfallen; Luc. Anachars. 1; Sext. Emp. adv. geom. 27.
French (Bailly abrégé)
tomber sur.
Étymologie: ἐπί, καταπίπτω.
Greek Monolingual
ἐπικαταπίπτω (AM) καταπίπτω
1. πέφτω πάνω σε κάποιον ή σε κάτι («εἶτ’ ἐπικαταπεσὼν ἀνακύπτειν οὐκ ἐᾷ», Λουκιαν.)
2. περιλαμβάνομαι στο μερίδιο κάποιου.
Greek Monotonic
ἐπικαταπίπτω: μέλ. -πεσοῦμαι, ρίχνομαι, πέφτω πάνω σε κάποιον, σε Λουκ.