ἐπιπρεσβεύομαι: Difference between revisions
ψυχῆς πείρατα ἰὼν οὐκ ἂν ἐξεύροιο πᾶσαν ἐπιπορευόμενος ὁδόν· οὕτω βαθὺν λόγον ἔχει → one would never discover the limits of soul, should one traverse every road—so deep a measure does it possess
(13) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]]. | |mltxt=[[ἐπιπρεσβεύομαι]] (Α) [[πρεσβεύομαι]]<br /><b>1.</b> [[πηγαίνω]] [[κάπου]] ως [[πρεσβευτής]], ως [[απεσταλμένος]] («τοσαύτας γάρ [[εἶναι]] γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)<br /><b>2.</b> [[στέλνω]] [[πρεσβεία]] σε κάποιον («ὁ [[δῆμος]] οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)<br /><b>3.</b> [[στέλνω]] νέα [[πρεσβεία]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιπρεσβεύομαι:''' αποθ., [[στέλνω]] αντιπροσώπους, [[αποστέλλω]] πρέσβεις, σε Πλούτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A go as ambassador, D.H.2.47. II. send an embassy, πρός τινα Id.6.56; τινί Plu.Sert.27,Ant.68. 2. send a second embassy, App.Gall.18.
German (Pape)
[Seite 972] med., als Gesandter wohin gehen, D. Hal. 2, 47 u. a. Sp. – Auch eine Gesandtschaft an Jemand schicken, πρός τινα, D. Hal. 6, 56; Plut. Sertor. 27, oft; wieder eine Gesandtschaft schicken, Ann. B. Gall. 18. – Poll. 8, 137 führt neben ἐπιπρεσβεύσασθαι auch ἐπιπρεσβεῦσαι an.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπρεσβεύομαι: ἀπέρχομαί που ὡς πρεσβευτής, ὡς τὸ ἐπικηρυκεύομαι, Διον. Ἁλ. 2. 47. ΙΙ. ἀποστέλλω πρεσβείαν, πρός τινα ὁ αὐτ. 6. 56· τινι Πλουτ. Σερτώρ. 27, Ἀντών. 68. 2) ἀποστέλλω καὶ ἄλλην πρεσβείαν, Ἀππ. Κελτ. 18.
French (Bailly abrégé)
envoyer une ambassade.
Étymologie: ἐπί, πρεσβεύω.
Greek Monolingual
ἐπιπρεσβεύομαι (Α) πρεσβεύομαι
1. πηγαίνω κάπου ως πρεσβευτής, ως απεσταλμένος («τοσαύτας γάρ εἶναι γυναῑκας τὰς ἐπιπρεσβευσαμένας», Δίον. Αλ.)
2. στέλνω πρεσβεία σε κάποιον («ὁ δῆμος οὐδὲν ἐπιπρεσβεύεται πρὸς ἡμᾱς», Διον. Αλ.)
3. στέλνω νέα πρεσβεία.
Greek Monotonic
ἐπιπρεσβεύομαι: αποθ., στέλνω αντιπροσώπους, αποστέλλω πρέσβεις, σε Πλούτ.