ἐπιπλάζομαι: Difference between revisions
From LSJ
(13) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐπιπλάζομαι]] (Α) [[πλάζομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[ἐπιπλάζω]]<br />επιπλήσσω, [[επιτιμώ]], [[ελέγχω]]. | |mltxt=[[ἐπιπλάζομαι]] (Α) [[πλάζομαι]]<br /><b>1.</b> περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>ενεργ.</b> [[ἐπιπλάζω]]<br />επιπλήσσω, [[επιτιμώ]], [[ελέγχω]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐπιπλάζομαι:''' μέλ. -[[πλάγξομαι]], αόρ. αʹ <i>ἐπεπλάγχθην</i> — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, <i>πόντον ἐπιπλαγχθείς</i>, σε Ομήρ. Οδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 22:56, 30 December 2018
English (LSJ)
fut. -πλάγξομαι: aor. I ἐπεπλάγχθην:—
A wander about over, πόντον ἐπιπλαγχθείς Od.8.14; πόντον ἐπιπλάγξεσθαι A.R.3.1066:—later in Act., Nic.Al.127.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιπλάζομαι: μέλλ. -πλάγξομαι: ἀόρ. ἐπεπλάγχθην, Παθ. Περιπλανῶμαι, περιφέρομαι ἐπί τινος, πόντον ἐπιπλαγχθεὶς Ὀδ. Θ. 14· πόντον ἐπιπλάγξασθαι Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 1066. - Τὸ ἐνεργ. κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς ἐννοίας παρὰ τῷ Νικ. ἐν Ἀλεξιφ. 127.
English (Autenrieth)
aor. pass. part. -πλαγχθείς: drift over; πόντον, Od. 8.14†.
Greek Monolingual
ἐπιπλάζομαι (Α) πλάζομαι
1. περιπλανιέμαι, περιφέρομαι («πόντον ἐπιπλαγχθείς», Ομ. Οδ.)
2. ενεργ. ἐπιπλάζω
επιπλήσσω, επιτιμώ, ελέγχω.
Greek Monotonic
ἐπιπλάζομαι: μέλ. -πλάγξομαι, αόρ. αʹ ἐπεπλάγχθην — Παθ., περιπλανιέμαι, περιφέρομαι πάνω από, πόντον ἐπιπλαγχθείς, σε Ομήρ. Οδ.