ἐργαστήρ: Difference between revisions
Οὐ δεῖ σε χαίρειν τοῖς δεδυστυχηκόσι → Nicht freut man über den sich, der im Unglück ist → Kein Mensch legt Hand an den an, der im Unglück ist
(14) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[ἐργαστήρ]], -ῆρος, ό, θηλ. [[ἐργαστρίς]], -[[ίδος]] (Α) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> (για τον Ήφαιστο) [[σιδηρουργός]]. | |mltxt=[[ἐργαστήρ]], -ῆρος, ό, θηλ. [[ἐργαστρίς]], -[[ίδος]] (Α) [[εργάζομαι]]<br /><b>1.</b> [[εργάτης]], [[γεωργός]]<br /><b>2.</b> (για τον Ήφαιστο) [[σιδηρουργός]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''ἐργαστήρ:''' -ῆρος, ὁ ([[ἐργάζομαι]]), [[εργάτης]], γεωργος, [[καλλιεργητής]], σε Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:00, 30 December 2018
English (LSJ)
ῆρος, ὁ,
A workman, esp. in husbandry, X.Oec.5.15 ; of a smith, Orph.H.66.4.
German (Pape)
[Seite 1019] ῆρος, ὁ, der Arbeiter, bes. Landarbeiter, Ackerbauer, Xen. Oec. 5, 15 u. öfter; nach Poll. 7, 7 auch = βάναυσος, u. Orph. H. 65, 4 vom Hephästus, der Schmied.
Greek (Liddell-Scott)
ἐργαστήρ: -ῆρος. ἐργάτης, ἰδίως ἐν τῇ γεωργίᾳ, Ξεν. Οἰκ. 5. 15· ἐπὶ σιδηρουργοῦ. Ὀρφ. Ὕμν. 65. 4: - κοινότερον ἐργάτης.
French (Bailly abrégé)
ῆρος (ὁ) :
travailleur, particul. cultivateur.
Étymologie: ἐργάζομαι.
Greek Monolingual
ἐργαστήρ, -ῆρος, ό, θηλ. ἐργαστρίς, -ίδος (Α) εργάζομαι
1. εργάτης, γεωργός
2. (για τον Ήφαιστο) σιδηρουργός.
Greek Monotonic
ἐργαστήρ: -ῆρος, ὁ (ἐργάζομαι), εργάτης, γεωργος, καλλιεργητής, σε Ξεν.