εὐκοινώνητος: Difference between revisions
Οὕτως γὰρ ἠγάπησεν ὁ Θεὸς τὸν κόσμον, ὥστε τὸν Υἱὸν τὸν μονογενῆ ἔδωκεν, ἵνα πᾶς ὁ πιστεύων εἰς Αὐτὸν μὴ ἀπόληται ἀλλ᾽ ἔχῃ ζωὴν αἰώνιον → For God so loved the world that he gave his only begotten Son that whosoever believeth in him should not perish but have everlasting life (John 3:16)
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὐκοινώνητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο [[κοινωνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός με τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να έχει εύκολα δοσοληψίες («[[εὐκοινώνητος]] εἰς χρήματα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κοινωνητός</i> «αυτός με τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να έλθει σε [[επαφή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοινωνώ]])]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὐκοινώνητος]], -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο [[κοινωνικός]]<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός με τον οποίο μπορεί [[κάποιος]] να έχει εύκολα δοσοληψίες («[[εὐκοινώνητος]] εἰς χρήματα», <b>Αριστοτ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>κοινωνητός</i> «αυτός με τον οποίο μπορεί [[κανείς]] να έλθει σε [[επαφή]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κοινωνώ]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐκοινώνητος:''' -ον ([[κοινωνέω]]), αυτός με τον οποίο εύκολα [[κάποιος]] συναλλάσεται, σε Αριστ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:04, 30 December 2018
English (LSJ)
ον,
A easy to deal with, εἰς χρήματα Arist.EN1121a4, cf. Them.Or.22.269c.
German (Pape)
[Seite 1075] der Anderen leicht mittheilt, mittheilsam, εἰς χρήματα Arist. Eth. 4, 2; übh. umgänglich, Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὐκοινώνητος: -ον, εὔκολος εἰς κοινωνίαν, μεθ’ οὗ εὐκόλως δύναταί τις νὰ ἔχῃ δοσοληψίας, εἰς χρήματα Ἀριστ. Ἠθ. Νικ. 4. 1, 26.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 qui se prête à des relations, qui communique volontiers;
2 p. ext. accommodant, sociable.
Étymologie: εὖ, κοινωνέω.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὐκοινώνητος, -ον)
νεοελλ.
αυτός που συνάπτει εύκολα κοινωνικές σχέσεις, ο κοινωνικός
αρχ.
αυτός με τον οποίο μπορεί κάποιος να έχει εύκολα δοσοληψίες («εὐκοινώνητος εἰς χρήματα», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + κοινωνητός «αυτός με τον οποίο μπορεί κανείς να έλθει σε επαφή» (< κοινωνώ)].
Greek Monotonic
εὐκοινώνητος: -ον (κοινωνέω), αυτός με τον οποίο εύκολα κάποιος συναλλάσεται, σε Αριστ.