εὔμυκος: Difference between revisions

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερί</i>-<i>μυχος</i>, <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
|mltxt=[[εὔμυκος]], -ον (Α)<br />αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει [[δυνατά]] («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», <b>Ανθ. Παλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> -<i>μυκος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μυκώμαι]] «[[μουγκρίζω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>ερί</i>-<i>μυχος</i>, <i>μεγά</i>-<i>μυκος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔμῡκος:''' -ον ([[μυκάομαι]]), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει [[δυνατά]], σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 23:08, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔμῡκος Medium diacritics: εὔμυκος Low diacritics: εύμυκος Capitals: ΕΥΜΥΚΟΣ
Transliteration A: eúmykos Transliteration B: eumykos Transliteration C: eymykos Beta Code: eu)/mukos

English (LSJ)

ον,

   A loud-bellowing, AP6.255 (Eryc., dub. l.); βουκόλια ib.9.104 (Alph.).

German (Pape)

[Seite 1081] laut brüllend, βουκόλια Alph. 9 (IX, 104); κλισίη, Eryci. 3 (VI, 255); ἠϊόνες probl. arithm. 15 (XIV, 121).

Greek (Liddell-Scott)

εὔμῡκος: -ον, ἠχηρῶς μυκώμενος, Ἀνθ. Π. 6. 255., 9. 104.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui mugit fortement.
Étymologie: εὖ, μυκάομαι.

Greek Monolingual

εὔμυκος, -ον (Α)
αυτός που μυκάται, που μουγκρίζει δυνατά («εὐμήκων αὔλια βουκολίων», Ανθ. Παλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -μυκος (< μυκώμαι «μουγκρίζω»), πρβλ. ερί-μυχος, μεγά-μυκος].

Greek Monotonic

εὔμῡκος: -ον (μυκάομαι), αυτός που βρυχάται, μουγκρίζει, μουγκανίζει δυνατά, σε Ανθ.