εὔληρα: Difference between revisions
εὐλογητὸς ὁ Θεὸς ἡμῶν πάντοτε, νῦν καὶ ἀεὶ καὶ εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων → blessed is our God always, now and ever, and to the ages of ages
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὔληρα]], και δωρ. τ. [[αὔληρα]], τὰ (Α)<br />[[ηνία]] («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εύληρα]] (δωρ. <i>αύληρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fληρ</i>-<i>ο</i>. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>wl</i>-<i>ē</i><i>r</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]», αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]]»), η οποία [[είναι]] μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>wl</i>-) και παρεκτεταμένη σε <i>ē</i><i>r</i> [[μορφή]] της ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[είλω]]. Το <i>ε</i>- στη λ. [[είναι]] προθεματικό]. | |mltxt=[[εὔληρα]], και δωρ. τ. [[αὔληρα]], τὰ (Α)<br />[[ηνία]] («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων [[εὔληρα]] βέβηκε», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. [[εύληρα]] (δωρ. <i>αύληρα</i>) <span style="color: red;"><</span> <i>ε</i>-<i>Fληρ</i>-<i>ο</i>. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. <i>wl</i>-<i>ē</i><i>r</i> (<b>[[πρβλ]].</b> λατ. <i>l</i><i>ō</i><i>rum</i> «[[ιμάντας]], [[λουρί]]», αρμ. <i>lar</i> «[[δεσμός]]»), η οποία [[είναι]] μηδενισμένη [[βαθμίδα]] (<i>wl</i>-) και παρεκτεταμένη σε <i>ē</i><i>r</i> [[μορφή]] της ρίζας <i>wel</i>- «[[στρέφω]], [[συστρέφω]], [[κυλίω]]» — <b>[[πρβλ]].</b> [[είλω]]. Το <i>ε</i>- στη λ. [[είναι]] προθεματικό]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔληρα:''' -ων, τά, αρχ. [[λέξη]] αντί [[ἡνία]], χαλινάρια, γκέμια, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.). | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ων, τά,
A reins, Il.23.481, Q.S.4.508, 9.156; Dor. αὔληρα Epich.178 (for ἀϝληρα, cf. ἀβληρά Hsch.):—hence εὐληρωσίων (εὐληροσιῶν cod.). πληγῶν, Id. (Cf. ταυληρόντα.)
German (Pape)
[Seite 1078] τά (von εἴλω, nach E. M. u. Schol. Il.), ep. = ἡνία, Zügel, Zaum, Il. 23, 481; Qu. Sm. 4, 508. 9, 156; dor. αὔληρα, Epicharm.
Greek (Liddell-Scott)
εὔληρα: -ων, τά, ἀρχαία Ἐπικ. λέξις ἀβεβαίου ἀρχῆς ἀντὶ τοῦ κοινοῦ ἡνία, ἐν δ’ αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε Ἰλ. Ψ. 481, Κόïντ. Σμ. 4. 508., 9. 156· Δωρ. αὔληρα, Ἐπίχ. παρὰ τῷ Μεγ. Ἐτυμ. 393, καὶ ὡς διάφορος γραφ. ἐν Ἰλ., Ἡσύχ. (Ἴσως ἐκ τῆς αὐτῆς ῥίζης ἐξ ἧς τὸ εὐλή).
French (Bailly abrégé)
ων (τά) :
rênes, guides.
Étymologie: apparenté à εἰλέω de la R. ϜελϜ, rouler.
Syn. ἡνία².
English (Autenrieth)
pl.: reins, Il. 23.481.
Greek Monolingual
εὔληρα, και δωρ. τ. αὔληρα, τὰ (Α)
ηνία («ἐν δ' αὐτὸς ἔχων εὔληρα βέβηκε», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. εύληρα (δωρ. αύληρα) < ε-Fληρ-ο. Ανάγεται σε ΙΕ ρ. wl-ēr (πρβλ. λατ. lōrum «ιμάντας, λουρί», αρμ. lar «δεσμός»), η οποία είναι μηδενισμένη βαθμίδα (wl-) και παρεκτεταμένη σε ēr μορφή της ρίζας wel- «στρέφω, συστρέφω, κυλίω» — πρβλ. είλω. Το ε- στη λ. είναι προθεματικό].
Greek Monotonic
εὔληρα: -ων, τά, αρχ. λέξη αντί ἡνία, χαλινάρια, γκέμια, σε Ομήρ. Ιλ. (άγν. προέλ.).