εὐσκευέω: Difference between revisions
From LSJ
οἵ γε καὶ ἐν τῷ παρόντι ἀντιπάλως μᾶλλον ἢ ὑποδεεστέρως τῷ ναυτικῷ ἀνθώρμουν → whose navy, even as it was, faced the Athenian more as an equal than as an inferior
(Bailly1_2) |
(4) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{bailly | {{bailly | ||
|btext=-ῶ :<br />être bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]]. | |btext=-ῶ :<br />être bien équipé.<br />'''Étymologie:''' [[εὖ]], [[σκεῦος]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐσκευέω:''' (όπως αν προερχόταν από το <i>εὔ-σκευος</i>), είμαι [[καλά]] εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
A to be well equipped, S.Aj.823.
Greek (Liddell-Scott)
εὐσκευέω: (ὡς εἰ ἐξ ἐπιθ. εὔσκευος), εἶμαι καλῶς παρασκευασμένος, οὕτω μὲν εὐσκευοῦμεν, «καλῶς παρεσκευάσμεθα, καὶ ἔχομεν πάντα ὧν δεῖ πρὸς θάνατον» (Σχόλ.), -τοὺς λόγους τούτους λέγει ὁ Αἴας πρὸς ἑαυτὸν μικρὸν πρὸ τῆς αὐτοκτονίας -Σοφ. Αἴ. 823.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
être bien équipé.
Étymologie: εὖ, σκεῦος.
Greek Monotonic
εὐσκευέω: (όπως αν προερχόταν από το εὔ-σκευος), είμαι καλά εφοδιασμένος, προετοιμασμένος, σε Σοφ.