εὔπηκτος: Difference between revisions
τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίον ὁ ἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him
(15) |
(4) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπηκτος]] και δωρ. τ. [[εὔπακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλά κατασκευασμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>2.</b> (για [[κερί]]) αυτός που [[είναι]] καλά πηγμένος<br /><b>3.</b> (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) (για αέρα) [[παγερός]] («ὁ δ' [[ἀκίνητος]] [ενν. <i>ἀήρ</i>]<br />εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[εὔπηκτος]] και δωρ. τ. [[εὔπακτος]], -ον)<br /><b>1.</b> καλά κατασκευασμένος, [[συμπαγής]], [[στερεός]]<br /><b>2.</b> (για [[κερί]]) αυτός που [[είναι]] καλά πηγμένος<br /><b>3.</b> (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα<br /><b>4.</b> (<b>με ενεργ. σημ.</b>) (για αέρα) [[παγερός]] («ὁ δ' [[ἀκίνητος]] [ενν. <i>ἀήρ</i>]<br />εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[πηκτός]] <span style="color: red;"><</span> [[πήγνυμι]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὔπηκτος:''' -ον ([[πήγνυμι]]), καλοχτισμένος, σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:08, 30 December 2018
English (LSJ)
ον, (πήγνυμι)
A well put together, well-built, ἐνὶ μεγάρῳ εὐ. Il.2.661; μυχῷ κλισίης εὐ. 9.663; μυχῷ θαλάμων εὐ. Od.23.41; σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο of well-moulded, compact, wax, Theoc.1.128 (s. v.l.); firm, of bandaging, Gal.18(2).904. II of fluids, easily congealed or frozen, Arist.Long.466a31, 467a8. 2 Act., εὔ. ἀήρ Thphr.CP5.14.3 (Comp.).
German (Pape)
[Seite 1088] gut zusammengefügt, se st, μέγαρον Il. 2, 661, κλισίη 9, 663, θάλαμοι Od. 23, 41; übh. stark, fest, ὑφαί Eur. I. T. 312; Luc. Am. 47; σύριγξ Theocr. 1, 128; öfter bei Arist. u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
εὔπηκτος: -ον, (πήγνυμι) καλῶς συμπεπηγμένος, καλῶς ἐκτισμένος, ᾠκοδομημένος, ἐν μεγάρῳ εὐπ. Ἰλ. Β. 661· μυχῷ κλισίης εὐπ. Ι. 663 (659)· μυχῷ θαλάμων εὐπ. Ὀδ. Ψ. 41· σύριγγα ἐκ καρῶ εὐπάκτοιο, ἐκ κηροῦ εὐπήκτου, δηλ. καλῶς συμπεπηγμένου, συμπαγοῦς, Θεόκρ. 1. 128· πρβλ. εὐπαγής, εὐπηγής. ΙΙ. ἐπὶ ὑγρῶν, εὐκόλως πηγνύμενος, Ἀριστ. περὶ Μακροβιότ. 5. 9, πρβλ. 6, 1. 2) ἐνεργ., εὐπ. ἀὴρ Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 5. 14, 3.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
1 bien assemblé, bien construit;
2 compact, dense.
Étymologie: εὖ, πήγνυμι.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α εὔπηκτος και δωρ. τ. εὔπακτος, -ον)
1. καλά κατασκευασμένος, συμπαγής, στερεός
2. (για κερί) αυτός που είναι καλά πηγμένος
3. (για υγρά) αυτός που πήζει εύκολα
4. (με ενεργ. σημ.) (για αέρα) παγερός («ὁ δ' ἀκίνητος [ενν. ἀήρ]
εὐπηκτότερος», Θεόφρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + πηκτός < πήγνυμι.
Greek Monotonic
εὔπηκτος: -ον (πήγνυμι), καλοχτισμένος, σε Όμηρ.