εὐφίλητος: Difference between revisions
From LSJ
ἀκμὴ οὐδὲ ἔχει γενέσεως ὑπόστασιν καθ' ἑαυτήν → the culmination has no power of originating by itself
(15) |
(4) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[εὐφίλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ [[αγαπητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φιλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φιλώ]] «[[αγαπώ]]»)]. | |mltxt=[[εὐφίλητος]], -ον (Α)<br />αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ [[αγαπητός]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> [[φιλητός]] (<span style="color: red;"><</span> [[φιλώ]] «[[αγαπώ]]»)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐφίλητος:''' -η, -ον ([[φιλέω]]), [[προσφιλής]], [[πολύ]] [[αγαπητός]], σε Αισχύλ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
η, ον,
A wellbeloved, only in Id.Th.107 (lyr.).
Greek (Liddell-Scott)
εὐφίλητος: -η, -ον, λίαν πεφιλημένος, μόνον ἐν Αἰσχύλ. Θηβ. 107.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
bien-aimé.
Étymologie: εὖ, φιλέω.
Greek Monolingual
εὐφίλητος, -ον (Α)
αυτός που αγαπιέται πολύ, ο πολύ αγαπητός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + φιλητός (< φιλώ «αγαπώ»)].
Greek Monotonic
εὐφίλητος: -η, -ον (φιλέω), προσφιλής, πολύ αγαπητός, σε Αισχύλ.