εὐωδία: Difference between revisions
Ὥς ἐστ' ἄπιστος (ἄπιστον) ἡ γυναικεία φύσις → Muliebris o quam sexus est infida res → Wie unverlässlich ist die weibliche Natur
(15) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=και ευωδιά, η (ΑΜ [[εὐωδία]], Α και ιων. τ. εὐωδίη) [[ευώδης]]<br />ευχάριστη [[οσμή]], [[ευοσμία]], [[άρωμα]], [[μυρωδιά]]<br /><b>μσν.</b><br />(για θεϊκή [[προσφορά]]) [[ευλογία]], [[χάρη]]. | |mltxt=και ευωδιά, η (ΑΜ [[εὐωδία]], Α και ιων. τ. εὐωδίη) [[ευώδης]]<br />ευχάριστη [[οσμή]], [[ευοσμία]], [[άρωμα]], [[μυρωδιά]]<br /><b>μσν.</b><br />(για θεϊκή [[προσφορά]]) [[ευλογία]], [[χάρη]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''εὐωδία:''' Ιων. -ίη, ἡ, γλυκιά [[μυρωδιά]], σε Ηρόδ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:12, 30 December 2018
English (LSJ)
Ion. -ιη, ἡ,
A sweet smell, Hdt.4.75, X.Smp.2.3, etc.; esp. of sacrifices, ὀσμὴ -ίας LXX Ge.8.21: metaph. in Ep.Eph.5.2: in pl., Pl.Ti. 65a: in pl., also, fragrant substances, D.S.1.84.
German (Pape)
[Seite 1111] ἡ, der Wohlgeruch, Plat. Tim. 65 a im, plur.; Xen. Conv. 2, 3 u. Folgde. Im plur. auch = Räucherwerk, D. Sic. 1, 84.
Greek (Liddell-Scott)
εὐωδία: Ἰων. -ίη, ἡ, ὡς καὶ νῦν, ἡδεῖα ὀσμή, Ἡρόδ. 4. 75. Ξεν. Συμπ. 2. 3· ἐν τῷ πληθ., Πλάτ. Τιμ. 65Α· ἀλλ’ ἐν τῷ πληθ. ὡσαύτως, εὐώδεις οὐσίαι, Διόδ. 1. 84.
French (Bailly abrégé)
ας, ion. -ίη, ης (ἡ) :
bonne odeur.
Étymologie: εὐώδης.
English (Strong)
from a compound of εὖ and a derivative of ὄζω; good-scentedness, i.e. fragrance: sweet savour (smell, -smelling).
Greek Monolingual
και ευωδιά, η (ΑΜ εὐωδία, Α και ιων. τ. εὐωδίη) ευώδης
ευχάριστη οσμή, ευοσμία, άρωμα, μυρωδιά
μσν.
(για θεϊκή προσφορά) ευλογία, χάρη.
Greek Monotonic
εὐωδία: Ιων. -ίη, ἡ, γλυκιά μυρωδιά, σε Ηρόδ., Ξεν.