εὔθρυπτος: Difference between revisions

From LSJ

Κυάμων απέχου, εμψύχων απέχου → Avoid broad-beans, avoid animals (Pythagorean injunctions)

Source
(15)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθρυπτος]], -ον)<br />αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («[[εὔθρυπτος]] [[αὐχήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («[[εὔθρυπτος]] ἀήρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κρέας]] ή [[ψάρι]]) ο [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θρυπτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρύπτω]] «[[συντρίβω]], [[σπάζω]]»)].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὔθρυπτος]], -ον)<br />αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («[[εὔθρυπτος]] [[αὐχήν]]», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («[[εὔθρυπτος]] ἀήρ», <b>Αριστοτ.</b>)<br /><b>2.</b> (για [[κρέας]] ή [[ψάρι]]) ο [[εύπεπτος]]<br /><b>3.</b> <b>μτφ.</b> ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i> <span style="color: red;">+</span> <i>θρυπτός</i> (<span style="color: red;"><</span> [[θρύπτω]] «[[συντρίβω]], [[σπάζω]]»)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὔθρυπτος:''' -ον ([[θρύπτω]]), εύθραστος, [[εύθρυπτος]], [[ετοιμόρροπος]], σε Πλούτ.
}}
}}

Revision as of 23:12, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὔθρυπτος Medium diacritics: εὔθρυπτος Low diacritics: εύθρυπτος Capitals: ΕΥΘΡΥΠΤΟΣ
Transliteration A: eúthryptos Transliteration B: euthryptos Transliteration C: eythryptos Beta Code: eu)/qruptos

English (LSJ)

ον, (θρύπτω)

   A easily broken, αὐχήν Arist.PA694b29; easily dispersed, ἀήρ Id.de An.420a8, cf. Democr. ap. Thphr.Sens.73; of earth, crumbling, Str.12.8.17, Plu.Sert.17; of the fleshy parts of fish, Id.2.916b.    II metaph., enervated, Gal.1.186, Sor.1.25.

German (Pape)

[Seite 1070] leicht zu zermalmen, Arist. part. an. 4, 12; ἀήρ de an. 2, 8 u. Sp.; γῆ, locker, Strab. XII, 579; Plut. Sertor. 17; vom Fleisch der Fische, mürbe, weich, qu. Nat. 18. Auch übertr., verweichlicht, Galen.

Greek (Liddell-Scott)

εὔθρυπτος: -ον, (θρύπτω) εὐκόλως θραυόμενος, αὐχὴν Ἀριστ. π. Ζ. Μορ. 4. 12, 30· εὔθρ. ἀήρ, εὐκόλως διαιρούμενος, διαχωριζόμενος, ὁ αὐτ. π. Ψυχ. 2. 8, 8· ἐπὶ χώματος, εὐκόλως θρυπτόμενος, Στράβ. 579, Πλούτ. 17· ἐπὶ κρέατος, εὔπεπτος, ὁ αὐτ. 2. 916B. II. μεταφ., Λατ. dissolutus, ἐκτεθηλυμμένος, ἐκνενευρισμένος, Γαλην. 2. 326.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
facile à amollir, à rompre ; en parl. de viande facile à digérer.
Étymologie: εὖ, θρύπτω.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὔθρυπτος, -ον)
αυτός που θραύεται, που σπάει εύκολα («εὔθρυπτος αὐχήν», Αριστοτ.)
2. αυτός που θρυμματίζεται εύκολα, αυτός που τρίβεται εύκολα
αρχ.
1. (για τον αέρα) αυτός που διαιρείται, που διαχωρίζεται εύκολα («εὔθρυπτος ἀήρ», Αριστοτ.)
2. (για κρέας ή ψάρι) ο εύπεπτος
3. μτφ. ο εξασθενημένος, ο εξαντλημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + θρυπτός (< θρύπτω «συντρίβω, σπάζω»)].

Greek Monotonic

εὔθρυπτος: -ον (θρύπτω), εύθραστος, εύθρυπτος, ετοιμόρροπος, σε Πλούτ.