ἠεροφοῖτις: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ γάμει τὸ σύνολον ἢ γαμῶν κράτει → Aut caelebs vive aut dominus uxori tuae → Bleib ledig oder herrsche über deine Frau

Menander, Monostichoi, 215
(16)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περπατά στο [[σκοτάδι]] αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα<br /><b>3.</b> αυτή που κινείται στον αέρα, που [[πετά]] στον αέρα («ἠεροφοῑτις [[μέλισσα]]», Ψ. Φωκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοίτις</i>, θηλ. του -[[φοίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>φοίτᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κοίτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])].
|mltxt=ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτή που περπατά στο [[σκοτάδι]] αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (για τη [[σελήνη]]) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα<br /><b>3.</b> αυτή που κινείται στον αέρα, που [[πετά]] στον αέρα («ἠεροφοῑτις [[μέλισσα]]», Ψ. Φωκ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ηερο</i>-, ιων. τ. του <i>αερο</i>- (<span style="color: red;"><</span> <i>αήρ</i>, <b>[[πρβλ]].</b> ιων. γεν. <i>ηέρος</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>φοίτις</i>, θηλ. του -[[φοίτης]] <span style="color: red;"><</span> [[φοιτώ]] ή, κατ' [[άλλη]] [[άποψη]], <span style="color: red;"><</span> αμάρτυρο <i>φοίτᾱ</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>α</i>-<i>κοίτης</i> <span style="color: red;"><</span> [[κοίτη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠεροφοῖτις:''' -ιδος, ἡ ([[φοιτάω]]), θηλ. επίθ., αυτή που περνά μέσα από το [[σκοτάδι]], σε Ομήρ. Ιλ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠεροφοῖτις Medium diacritics: ἠεροφοῖτις Low diacritics: ηεροφοίτις Capitals: ΗΕΡΟΦΟΙΤΙΣ
Transliteration A: ēerophoîtis Transliteration B: ēerophoitis Transliteration C: ierofoitis Beta Code: h)erofoi=tis

English (LSJ)

ιδος, ἡ,

   A walking in darkness, coming unseen, Ἐρινύς Il.9.571, 19.87.    II air-traversing, of the moon, Orph.H.9.2; μέλισσα Ps.Phoc.171.

Greek (Liddell-Scott)

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ, (φοιτάω) ἡ διερχομένη διὰ τοῦ σκότους, ἐρχομένη ἀφανής, ἀόρατος, ἡεροφ. Ἐρινὺς Ἰλ. Ι. 571, Τ. 87· ἐπὶ τῆς σελήνης, Ὀρφ. Ὕμν. 8. 2.

French (Bailly abrégé)

ιδος (ἡ) :
1 qui habite les ténèbres;
2 qui traverse les airs.
Étymologie: ἀήρ, φοιτάω.

English (Autenrieth)

(φοιτάω): walking in darkness; Ἐρῖνύς, Il. 9.571. (Il.)

Greek Monolingual

ἠεροφοῑτις, -οίτιδος, ἡ (Α)
1. αυτή που περπατά στο σκοτάδι αθέατη («ἠεροφοῑτις Έρινύς», Ομ. Ιλ.)
2. (για τη σελήνη) αυτή που διαπερνά, που διασχίζει τον αέρα
3. αυτή που κινείται στον αέρα, που πετά στον αέρα («ἠεροφοῑτις μέλισσα», Ψ. Φωκ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ηερο-, ιων. τ. του αερο- (< αήρ, πρβλ. ιων. γεν. ηέρος) + -φοίτις, θηλ. του -φοίτης < φοιτώ ή, κατ' άλλη άποψη, < αμάρτυρο φοίτᾱ (πρβλ. α-κοίτης < κοίτη)].

Greek Monotonic

ἠεροφοῖτις: -ιδος, ἡ (φοιτάω), θηλ. επίθ., αυτή που περνά μέσα από το σκοτάδι, σε Ομήρ. Ιλ.