εὐφρόσυνος: Difference between revisions

From LSJ

Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not

Menander, Monostichoi, 296
(15)
(4)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
|mltxt=-η, -ο (ΑΜ [[εὐφρόσυνος]], -η, -ον και -ος, -ον)<br />αυτός που ευφραίνει, που παρέχει [[ευχαρίστηση]], [[χαρά]], [[αγαλλίαση]] («[[βασιλεία]]... [[χαρμόσυνος]], [[εὐφρόσυνος]]», Στουδ. Θεόδ.)<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[φαιδρός]], [[χαρούμενος]] («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», <b>Ανθ. Παλ.</b>)<br /><b>2.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τo εὐφρόσυνον</i><br />([[κατά]] τον Πλίν.) το [[βούγλωσσον]], [[φυτό]] που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το [[κρασί]]. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ευφροσύνως</i> (Α εὐφροσύνως)<br />με [[χαρά]], με [[αγαλλίαση]], εύθυμα.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>ευ</i>-<i>φροσύνη</i>, [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''εὐφρόσῠνος:''' -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί [[εὔφρων]]· επίρρ. <i>-νως</i>, εύθυμα, κεφάτα, με [[κέφι]], σε Θέογν.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: εὐφρόσῠνος Medium diacritics: εὐφρόσυνος Low diacritics: ευφρόσυνος Capitals: ΕΥΦΡΟΣΥΝΟΣ
Transliteration A: euphrósynos Transliteration B: euphrosynos Transliteration C: effrosynos Beta Code: eu)fro/sunos

English (LSJ)

η, ον, also ος, ον dub. in AP5.39.6 (Nicarch.), IGRom. 4.416 (Pergam.):—poet. and later Prose for εὔφρων,

   A cheery, merry, Ptol.Tetr.166, Vett.Val.15.5, Sammelb.411 (iii/iv A.D.). Adv. -νως in good cheer, Thgn.766.    II Act., cheering, making cheerful, Dsc.4.127; νύξ Orph.H.3.5, etc.    2 εὐφρόσυνον, τό, = βούγλωσσον, Plin.HN25.81.

French (Bailly abrégé)

η, ον :
1 joyeux;
2 qui réjouit.
Étymologie: εὔφρων.

Greek Monolingual

-η, -ο (ΑΜ εὐφρόσυνος, -η, -ον και -ος, -ον)
αυτός που ευφραίνει, που παρέχει ευχαρίστηση, χαρά, αγαλλίασηβασιλεία... χαρμόσυνος, εὐφρόσυνος», Στουδ. Θεόδ.)
αρχ.
1. φαιδρός, χαρούμενος («εἰς ποίην ἀκτὴν εὐφρόσυνον γέγονας», Ανθ. Παλ.)
2. το ουδ. ως ουσ. τo εὐφρόσυνον
(κατά τον Πλίν.) το βούγλωσσον, φυτό που τα φύλλα του καθιστούσαν ευφραντικότερο το κρασί.
επίρρ...
ευφροσύνως (Α εὐφροσύνως)
με χαρά, με αγαλλίαση, εύθυμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ-φροσύνη, υποχωρητικός σχηματισμός].

Greek Monotonic

εὐφρόσῠνος: -η, -ον, επίσης -ος, -ον, ποιητ. αντί εὔφρων· επίρρ. -νως, εύθυμα, κεφάτα, με κέφι, σε Θέογν.