Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

ἦπου: Difference between revisions

From LSJ

Μισῶ σοφιστήν, ὅστις οὐχ αὑτῷ σοφός → Odi professum sapere, qui sibi non sapit → Den Weisen hass' ich, der in eigner Sache Tor

Menander, Monostichoi, 332
(Bailly1_2)
(4)
Line 15: Line 15:
{{bailly
{{bailly
|btext=<i>ou mieux</i> ἦ που;<br /><b>1</b> certes, sans doute;<br /><b>2</b> <i>interrog.</i> est-ce que ? n’est-ce pas ? [[ἦπου]] [[οὐ]] ; ISOCR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' ἦ, που.
|btext=<i>ou mieux</i> ἦ που;<br /><b>1</b> certes, sans doute;<br /><b>2</b> <i>interrog.</i> est-ce que ? n’est-ce pas ? [[ἦπου]] [[οὐ]] ; ISOCR <i>m. sign.</i><br />'''Étymologie:''' ἦ, που.
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἦπου:''' ή [[ἦπου]],<br /><b class="num">I.</b> [[υποθέτω]], [[στοχάζομαι]], σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από [[άρνηση]], [[πολύ]] λιγότερο, σε Θουκ.<br /><b class="num">II.</b> χρησιμ. για να υποβληθεί [[ερώτηση]] με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; [[αλήθεια]]...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:16, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἦπου Medium diacritics: ἦπου Low diacritics: ήπου Capitals: ΗΠΟΥ
Transliteration A: ē̂pou Transliteration B: ēpou Transliteration C: ipou Beta Code: h)=pou

English (LSJ)

or ἦ που,

   A I ween, ἦ που σοφὸς ἦν ὅστις ἔφασκεν . . Ar.V.725; ἦ που νέος γ' ὢν ἦσθ' ὑβριστής Id.Th.63, cf. Il.3.43, 16.830; ironical, S.Aj.1008, E.Med.1308; χαλεπὸν πόλιν κατασκευάσασθαι, ἦ που δή . . much more . ., Th.1.142; so ἦ που alone, Lys.30.17, Pl.Phd.84d; ἦ πού γε lsoc.1.49; also ἦ που δή . . much less, prob. in Th.8.27; also ἦ πού γε δή Id.6.37: and with a neg., ἦ που . . γε . . οὐ δεῖ χρήσασθαι And.1.86.    II to make a hesitating suggestion, surely . . ? Od. 13.234, A.Pr.521, Ar.Pl.970.

German (Pape)

[Seite 1175] richtiger getrennt geschrieben ἦ που, Betheuerung, gewiß wohl, sicherlich doch, traun wohl, eine Voraussetzung zur Bekräftigung hinzufügend, Il. 3, 43. 16, 830. – In der Frage erhöht es den Nachdruck derselben, denn wohl? Od. 13, 234. Vgl. ἦ u. που.

French (Bailly abrégé)

ou mieux ἦ που;
1 certes, sans doute;
2 interrog. est-ce que ? n’est-ce pas ? ἦπου οὐ ; ISOCR m. sign.
Étymologie: ἦ, που.

Greek Monotonic

ἦπου: ή ἦπου,
I. υποθέτω, στοχάζομαι, σε Ομήρ. Ιλ., Σοφ. κ.λπ.· ύστερα από άρνηση, πολύ λιγότερο, σε Θουκ.
II. χρησιμ. για να υποβληθεί ερώτηση με δισταγμό, είναι πιθανόν ότι...; αλήθεια...; είναι δυνατόν...;, σε Ομήρ. Οδ., Αισχύλ.