θεριστής: Difference between revisions
φύγεν ἄσμενος ἐκ θανάτοιο → he was glad to have escaped death
(17) |
(4) |
||
Line 27: | Line 27: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=ο, θηλ. [[θερίστρια]] και θερίστρα (ΑΜ [[θεριστής]]) [[θερίζω]]<br />αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο [[εξολοθρευτής]] («ο [[χάρος]] ο [[θεριστής]]»)<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του [[μήνα]] Ιουνίου, [[επειδή]] κατ' αυτόν γίνεται ο [[θερισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>Θερισταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού έργου του Ευριπίδη. | |mltxt=ο, θηλ. [[θερίστρια]] και θερίστρα (ΑΜ [[θεριστής]]) [[θερίζω]]<br />αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο [[εξολοθρευτής]] («ο [[χάρος]] ο [[θεριστής]]»)<br /><b>2.</b> λαϊκή [[ονομασία]] του [[μήνα]] Ιουνίου, [[επειδή]] κατ' αυτόν γίνεται ο [[θερισμός]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>στον πληθ.</b> <i>Θερισταί</i><br />[[τίτλος]] σατυρικού έργου του Ευριπίδη. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεριστής:''' -οῦ, ὁ ([[θερίζω]]), αυτός που θερίζει, ο [[θεριστής]], [[δρεπανιστής]], σε Ευρ., Ξεν. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
οῦ, ὁ,= θεριστήρ, X.Hier.6.10, D.18.51, Arist.HA580b20, PCair.Zen. 292.486 (iii B.C.): θερισταί, οἱ, a satyric play of Euripides, Arg.E. Med.
German (Pape)
[Seite 1201] ὁ, = θεριστήρ; Dem. 18, 51; Arist. H. A. 6, 37 u. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
θεριστής: -οῦ, ὁ, ὡς καὶ νῦν, ὁ θερίζων, Ξεν. Ἱερ. 6. 10. Δημ 242. 23, Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 6. 37, 2: ― θερισταί, οἱ, σατυρικόν τι ἔργον τοῦ Εὐριπ.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
moissonneur, faucheur.
Étymologie: θερίζω.
English (Strong)
from θερίζω; a harvester: reaper.
English (Thayer)
θεριστου, ὁ (θερίζω), a reaper: Bel and the Dragon , 33; Xenophon, Demosthenes, Aristotle, Plutarch, others.)
Greek Monolingual
ο, θηλ. θερίστρια και θερίστρα (ΑΜ θεριστής) θερίζω
αυτός που θερίζει, που εκτελεί τον θερισμό
νεοελλ.
1. αυτός που φονεύει ομαδικά, που κάνει αθρόες εκτελέσεις, ο εξολοθρευτής («ο χάρος ο θεριστής»)
2. λαϊκή ονομασία του μήνα Ιουνίου, επειδή κατ' αυτόν γίνεται ο θερισμός
αρχ.
στον πληθ. Θερισταί
τίτλος σατυρικού έργου του Ευριπίδη.
Greek Monotonic
θεριστής: -οῦ, ὁ (θερίζω), αυτός που θερίζει, ο θεριστής, δρεπανιστής, σε Ευρ., Ξεν.