θερμασία: Difference between revisions

From LSJ

ὀλίγοι τινὲς ὧν ἐντετύχηκα → a very few whom I've met

Source
(17)
(4)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=και θερμασιά, η (ΑΜ [[θερμασία]])<br />[[θερμότητα]], [[θέρμη]] («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελώδης]] [[πυρετός]], [[ελονοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. κατάλ. -<i>σια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σημα</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]])].
|mltxt=και θερμασιά, η (ΑΜ [[θερμασία]])<br />[[θερμότητα]], [[θέρμη]] («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ελώδης]] [[πυρετός]], [[ελονοσία]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θερμαίνω]] <span style="color: red;">+</span> θηλ. κατάλ. -<i>σια</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>σημα</i>-<i>σία</i> <span style="color: red;"><</span> [[σημαίνω]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θερμᾰσία:''' ἡ, = [[θερμότης]], σε Ξεν.
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θερμᾰσία Medium diacritics: θερμασία Low diacritics: θερμασία Capitals: ΘΕΡΜΑΣΙΑ
Transliteration A: thermasía Transliteration B: thermasia Transliteration C: thermasia Beta Code: qermasi/a

English (LSJ)

ἡ,

   A warmth, heat, Hp.Aph.5.63, Arist.Pr.860a19, Epicur. Ep.2p.40U., Thphr.HP8.11.7. LXXJe.28(51).39, D.S.3.34, Paus.2.34.6; heating, opp. ψῦξις, Arist.GA764b7: pl., Plu.2.128f. (The pure Att. words are θερμότης and θέρμη, Thom.Mag.p.179R., but θερμασία is used by X.An.5.8.15.)

German (Pape)

[Seite 1201] ἡ, Hitze, Arist. probl. 1, 9. 8, 19, von den Atticisten als schlecht für θερμότης verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

θερμᾰσία: ἡ, θερμότης, ζέστη, Ἱππ. Ἀφ. 1255, Ἀριστ. Προβλ. 1. 9, 2, κτλ.· ἡ παρ’ Ἀττ. λέξις εἶναι θερμότης (Θωμ. Μ. 441), ἀλλ΄ ἴδε Ξεν. Ἀν. 5. 8,15.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
chaleur.
Étymologie: θερμαίνω.

Greek Monolingual

και θερμασιά, η (ΑΜ θερμασία)
θερμότητα, θέρμη («τὸ γὰρ κινεῑσθαι... παρεῑχε θερμασίαν τινά», Ξεν.)
νεοελλ.
ελώδης πυρετός, ελονοσία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θερμαίνω + θηλ. κατάλ. -σια (πρβλ. σημα-σία < σημαίνω)].

Greek Monotonic

θερμᾰσία: ἡ, = θερμότης, σε Ξεν.