ἠπεροπεύς: Difference between revisions

From LSJ

Σωτηρίας σημεῖον ἥμερος τρόπος → Auf Rettung deutet kultivierte Lebensart → Ein Hinweis auf die Rettung ist die sanfte Art

Menander, Monostichoi, 478
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
|mltxt=[[ἠπεροπεύς]], (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. [[ἠπεροπηΐς]] (Α)<br />[[ηπεροπευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[υποχωρητικός]] [[σχηματισμός]] από το [[ηπεροπεύω]], το οποίο στην [[περίπτωση]] αυτή προέρχεται από αμάρτυρο <i>ηπέροψ</i> που [[είναι]] ανερμήνευτο].
}}
{{lsm
|lsmtext='''ἠπεροπεύς:''' -έως, Επικ. -ῆος, [[απατεώνας]], εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).
}}
}}

Revision as of 23:20, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἠπεροπεύς Medium diacritics: ἠπεροπεύς Low diacritics: ηπεροπεύς Capitals: ΗΠΕΡΟΠΕΥΣ
Transliteration A: ēperopeús Transliteration B: ēperopeus Transliteration C: iperopeys Beta Code: h)peropeu/s

English (LSJ)

έως, Ep. ῆος, ὁ,

   A = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ' ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Od.11.364; of Bacchus, AP9.524.8; of dreams, A.R.3.617.

German (Pape)

[Seite 1174] ὁ, Betrüger, Beschwatzer, Od. 11, 363; ὄνειροι Ap. Rh. 3, 617; auch Dionysos, Anth. IX, 524, 8.

Greek (Liddell-Scott)

ἠπεροπεύς: έως, Ἐπ. ῆος, ὁ, = ἠπεροπευτής, ἠπεροπῆά τ᾿ ἔμεν καὶ ἐπίκλοπον Ὀδ. Λ. 364· ἐπὶ τοῦ Διονύσου, Ἀνθ. Π. 9. 524· ἐπὶ ὀνείρων, Ἀπολλ. Ρόδ. Γ. 617. (Ὁ Κούρτ. θεωρεῖ τὴν λέξ. ὡς σύνθετον ἠπεροπεύς, ὧν τὸ μὲν ἠπὲρ εἶνε = τῷ Σανσκρ. apar-a, Γοτθ. afar (ἐκ τοῦ api, af = ἀπό), ἄλλως, διαφόρως, καὶ ὀπεὺς (*ἔπω, ὁμιλῶν).

French (Bailly abrégé)

έως (ὁ) :
gén. épq. ῆος;
trompeur.
Étymologie: th. ἠπερο = skr. apara « autre, différent », et R. Ϝεπ, parler, cf. ἔπος, εἰπεῖν : « qui parle autrement qu’il ne pense ».

English (Autenrieth)

ῆος, and ἠπεροπευτής, deceiver, seducer, Od. 11.364 †. Il. 3.39 and Il. 13.769.

Greek Monolingual

ἠπεροπεύς, (-έως), επικ. γεν. -ῆος, ό, θηλ. ἠπεροπηΐς (Α)
ηπεροπευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. υποχωρητικός σχηματισμός από το ηπεροπεύω, το οποίο στην περίπτωση αυτή προέρχεται από αμάρτυρο ηπέροψ που είναι ανερμήνευτο].

Greek Monotonic

ἠπεροπεύς: -έως, Επικ. -ῆος, απατεώνας, εξαπατητής, σε Ομήρ. Οδ., Ανθ. (αμφίβ. προέλ.).