θεμίζω: Difference between revisions
Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these
(16) |
(4) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>). | |mltxt=[[θεμίζω]] (Α) [[θέμις]] (Ι)]<br /><b>1.</b> [[δικάζω]], [[κρίνω]], [[τιμωρώ]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «θεμιζέτω<br />μαστιγούτω, νομοθετείτω»<br /><b>3.</b> <b>μέσ.</b> <i>θεμίζομαι</i><br />[[ρυθμίζω]] τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι [[ὀργάς]]», <b>Πίνδ.</b>). | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''θεμίζω:''' ([[θέμις]]), [[κρίνω]], [[εκδικάζω]]· Μέσ., θεμισσάμενοι [[ὀργάς]], ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:20, 30 December 2018
English (LSJ)
(θέμις)
A judge, punish, imper. θεμιζέτω,= μαστιγούτω, νομοθετείτω (Cret.), Hsch.; θεμισσέτω Paus.Gr.Fr.202:—Med., aor. part. θεμισσάμενοι ὀργάς controlling our wills, Pi.P.4.141.
German (Pape)
[Seite 1194] richten, = θεμιστεύω, Hes., zügeln; im med., θεμισσαμένους ὀργάς Pind. P. 4, 141, die ihre Sinnesart nach Recht u. Gesetz Lenkenden.
Greek (Liddell-Scott)
θεμίζω: (θέμις) δικάζω, κρίνω, τιμωρῶ (Κρητικὸν κατὰ τὸν Ἡσύχ.), Παυσ. παρ’ Εὐστ. 735. 55. - Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, κυβερνῶντες, ῥυθμίζοντες τὰς ἐπιθυμίας, τὰ φρονήματα, Πίνδ. Π. 4. 250.
French (Bailly abrégé)
juger, punir;
Moy. θεμίζομαι régler d’après la justice.
Étymologie: θέμις.
English (Slater)
θεμίζω
1 govern rightly “ἀλλ' ἐμὲ χρὴ καὶ σὲ θεμισσαμένους ὀργὰς ὑφαίνειν” (P. 4.141)
Greek Monolingual
θεμίζω (Α) θέμις (Ι)]
1. δικάζω, κρίνω, τιμωρώ
2. (κατά τον Ησύχ.) «θεμιζέτω
μαστιγούτω, νομοθετείτω»
3. μέσ. θεμίζομαι
ρυθμίζω τα φρονήματα μου και τις επιθυμίες μου σύμφωνα με τον νόμο («θεμισσάμενοι ὀργάς», Πίνδ.).
Greek Monotonic
θεμίζω: (θέμις), κρίνω, εκδικάζω· Μέσ., θεμισσάμενοι ὀργάς, ρυθμίζοντας, ελέγχοντας τις επιθυμίες μας, σε Πίνδ.