Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θάρσυνος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(16)
(4)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[θάρσυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]] («Τρώων δέ [[πόλις]] ἐπί πᾱσα βέβηκε [[θάρσυνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) αυτός που έχει [[πεποίθηση]], που έχει [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] («ἴαχε [[λαός]] Ἀχαιῶν [[θάρσυνος]] οίωνῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαρσύνω]], υποχωρητ.].
|mltxt=[[θάρσυνος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> [[θαρραλέος]] («Τρώων δέ [[πόλις]] ἐπί πᾱσα βέβηκε [[θάρσυνος]]», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> (με δοτ.) αυτός που έχει [[πεποίθηση]], που έχει [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]] («ἴαχε [[λαός]] Ἀχαιῶν [[θάρσυνος]] οίωνῷ», <b>Ομ. Ιλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[θαρσύνω]], υποχωρητ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θάρσῠνος:''' -ον, = [[θαρσαλέος]], σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω [[πίστη]], [[εμπιστοσύνη]] σε [[κάτι]], στο ίδ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θάρσῠνος Medium diacritics: θάρσυνος Low diacritics: θάρσυνος Capitals: ΘΑΡΣΥΝΟΣ
Transliteration A: thársynos Transliteration B: tharsynos Transliteration C: tharsynos Beta Code: qa/rsunos

English (LSJ)

ον,= θαρσαλέος, Il.16.70: c. dat.,

   A relying on a thing, οἰωνῷ 13.823.

German (Pape)

[Seite 1187] poet. = θαρσαλέος, Il. 16, 70, οἰωνῷ, sich darauf verlassend, 13, 823.

Greek (Liddell-Scott)

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, Ἰλ. Π. 70· μετὰ δοτ., ἔχων πεποίθησιν εἴς τι, πεποιθώς, οἰωνῷ Ν. 823.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
plein de confiance en, τινι.
Étymologie: θάρσος.

English (Autenrieth)

confident, relying upon (τινί), Il. 13.823.

Greek Monolingual

θάρσυνος, -ον (Α)
1. θαρραλέος («Τρώων δέ πόλις ἐπί πᾱσα βέβηκε θάρσυνος», Ομ. Ιλ.)
2. (με δοτ.) αυτός που έχει πεποίθηση, που έχει εμπιστοσύνη σε κάτι («ἴαχε λαός Ἀχαιῶν θάρσυνος οίωνῷ», Ομ. Ιλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θαρσύνω, υποχωρητ.].

Greek Monotonic

θάρσῠνος: -ον, = θαρσαλέος, σε Ομήρ. Ιλ.· με δοτ., έχω πίστη, εμπιστοσύνη σε κάτι, στο ίδ.