θεομάχος: Difference between revisions

From LSJ

ζηλοῦτε δὲ τὰ χαρίσματα τὰ μείζονα. Καὶ ἔτι καθ᾽ ὑπερβολὴν ὁδὸν ὑμῖν δείκνυμι (1 Corinthians 12:31) → But go ahead and strive for the greater gifts. And I'm about to show you a still more excellent way.

Source
(17)
(4)
Line 27: Line 27:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ο, θηλ. και θεομάχα (AM [[θεομάχος]], -ον)<br />αυτός που μάχεται [[κατά]] του θεού (ή τών θεών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>εικονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>].
|mltxt=-ο, θηλ. και θεομάχα (AM [[θεομάχος]], -ον)<br />αυτός που μάχεται [[κατά]] του θεού (ή τών θεών).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>θεο</i>- <span style="color: red;">+</span> -<i>μαχος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[μάχομαι]]) <b>[[πρβλ]].</b> <i>εικονο</i>-<i>μάχος</i>, <i>πρό</i>-<i>μαχος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θεομάχος:''' -ον ([[μάχομαι]]), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.
}}
}}

Revision as of 23:24, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θεομάχος Medium diacritics: θεομάχος Low diacritics: θεομάχος Capitals: ΘΕΟΜΑΧΟΣ
Transliteration A: theomáchos Transliteration B: theomachos Transliteration C: theomachos Beta Code: qeoma/xos

English (LSJ)

ον,

   A fighting against God, Γίγαντες Scymn.637, cf. Act.Ap.5.39, Luc.JTr. 45, Vett.Val.331.12.

German (Pape)

[Seite 1196] gegen Gott streitend; Luc. Iov. Tr. 45; N. T; ἀπόνοια Heraclid. alleg. 1.

Greek (Liddell-Scott)

θεομάχος: -ον, ὁ μαχόμενος ἐναντίον τοῦ θεοῦ, Πράξ. Ἀποστ. ε΄, 39, Λουκ. Διῒ Τρ. 45.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
qui lutte contre la divinité.
Étymologie: θεός, μάχομαι.

English (Strong)

from θεός and μάχομαι; an opponent of deity: to fight against God.

English (Thayer)

θεομάχου, ὁ (Θεός and μάχομαι), fighting against God, resisting God: Heracl. Pont. alleg. Homer. 1; Lucian, Jup. tr. 45.)

Greek Monolingual

-ο, θηλ. και θεομάχα (AM θεομάχος, -ον)
αυτός που μάχεται κατά του θεού (ή τών θεών).
[ΕΤΥΜΟΛ. < θεο- + -μαχος (< μάχομαι) πρβλ. εικονο-μάχος, πρό-μαχος].

Greek Monotonic

θεομάχος: -ον (μάχομαι), αυτός που παλεύει ενάντια στο Θεό, σε Καινή Διαθήκη, Λουκ.