Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

θρῖναξ: Difference between revisions

From LSJ

Οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → Neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Euripides, Suppliants, 968
(17)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για το [[λίχνισμα]] του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με [[κατάληξη]] -<i>ᾰξ</i>. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρία]]), δηλ. <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>tri</i>-<i>snak</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>snag</i> «[[αιχμή]]») ή <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>trisn</i>-<i>ak</i>- «με [[τρεις]] αιχμές» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άκ</i>-<i>ρος</i>). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[θρίον]] «[[φύλλο]] συκιάς»].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thrinax</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θρίναξ]] «[[τρικράνι]]», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].
|mltxt=<b>(I)</b><br />θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)<br />γεωργικό [[εργαλείο]] που χρησιμοποιείται για το [[λίχνισμα]] του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με [[κατάληξη]] -<i>ᾰξ</i>. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό <i>τρι</i>- (<span style="color: red;"><</span> [[τρία]]), δηλ. <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>tri</i>-<i>snak</i>- (<b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>snag</i> «[[αιχμή]]») ή <span style="color: red;"><</span> ΙE <i>trisn</i>-<i>ak</i>- «με [[τρεις]] αιχμές» (<b>[[πρβλ]].</b> <i>άκ</i>-<i>ρος</i>). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το [[θρίον]] «[[φύλλο]] συκιάς»].———————— <b>(II)</b><br />ο<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων μονοκότυλων [[φυτών]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αντιδάνεια λ., <b>[[πρβλ]].</b> αγγλ. <i>thrinax</i> (<span style="color: red;"><</span> αρχ. [[θρίναξ]] «[[τρικράνι]]», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''θρῖναξ:''' -ᾰκος, ὁ ([[τρεῖς]], [[ἀκή]]), [[τρίαινα]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:32, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: θρῖναξ Medium diacritics: θρῖναξ Low diacritics: θρίναξ Capitals: ΘΡΙΝΑΞ
Transliteration A: thrînax Transliteration B: thrinax Transliteration C: thrinaks Beta Code: qri=nac

English (LSJ)

ᾰκος, ἡ,

   A trident, three-pronged fork, used to stir grain, etc., Ar.Pax567, Nic.Th.114, PFay.120.3 (i/ii A.D.); as a signet, Tab.Heracl.1.5. [ῑ: later ῐ, AP6.95 codd. (Antiphil.).]

German (Pape)

[Seite 1219] ακος, ὁ (τρεῖς – ἀκή, für τρῖναξ, was zu vgl.), Dreizack, dreizinkige Gabel, zum Worfeln des Getreides; αἵ τε θρίνακες διαστίλβουσι πρὸς τὸν ἥλιον Ar. Pax 559; Nic. Th. 114, wo der Schol. γεωργικὸν σκεῦος erkl., ἔχον τρεῖς ἐξοχὰς καὶ σκόλοπας ἀπωξυμμένους, ᾡ τοὺς ἀστάχυας τρίβουσι καὶ λικμῶσι. Das ι ist kurz bei Antiphil. 4 (VI, 95), καὶ παλιουρόφορον, χεῖρα θέρευς, θρίνακα.

Greek (Liddell-Scott)

θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ, (τρίς, τρεῖς) τρίαινα, τρίκρανον ἐργαλεῖον δι’ οὗ ἀνεκάτωνον τὸν σῖτον, «καρπολόγι», Ἀριστοφ. Εἰρ. 567, Νικ. Θ. 114 ἔνθα ῑ, ἀλλὰ μεταγεν. καὶ ῐ, Ἀνθ. Π. 6.95 · πρβλ. Δράκ. σ. 121.

French (Bailly abrégé)

ou θρίναξ;
ακος (ὁ) :
fourche à trois pointes.
Étymologie: τρίς -- DELG cf. angl. snag « pointe ».

Greek Monolingual

(I)
θρῑναξ, -ακος, ὁ (Α)
γεωργικό εργαλείο που χρησιμοποιείται για το λίχνισμα του σιταριού, τρικάνι, καρπολόγι.
[ΕΤΥΜΟΛ. Τεχνικός όρος, αβέβαιης ετυμολ., με κατάληξη -ᾰξ. Υποτέθηκε ότι πρόκειται για σύνθετη λ. με α' συνθετικό τρι- (< τρία), δηλ. < ΙE tri-snak- (πρβλ. αγγλ. snag «αιχμή») ή < ΙE trisn-ak- «με τρεις αιχμές» (πρβλ. άκ-ρος). Από άλλους η λ. συνδέθηκε με το θρίον «φύλλο συκιάς»].———————— (II)
ο
βοτ. γένος αγγειόσπερμων μονοκότυλων φυτών.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. thrinax (< αρχ. θρίναξ «τρικράνι», λόγω του σχήματος τών φύλλων του)].

Greek Monotonic

θρῖναξ: -ᾰκος, ὁ (τρεῖς, ἀκή), τρίαινα, σε Αριστοφ.