κακορρήμων: Difference between revisions

From LSJ

νύμφην τ' ἄνυμφον παρθένον τ' ἀπάρθενον → wife unwed and virgin that is no virgin | bride that is no bride, virgin that is virgin no more | virgin wife and widowed maid | unwed bride and ravished virgin

Source
(18)
(5)
Line 15: Line 15:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>].
|mltxt=[[κακορρήμων]], -όρρημον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που λέγει το [[κακό]], που προμηνύει το [[κακό]], [[δυσοίωνος]]<br /><b>2.</b> <b>το αρσ. ως ουσ.</b> <i>ὁ [[κακορρήμων]]<br />[[ευτελής]] [[ρήτωρ]]<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>τὸ κακόρρημον</i><br />η [[κακορρημοσύνη]]·. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>κακορρημόνως</i> (Α)<br />με κακορρήμονα τρόπο.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κακ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ρρήμων</i> (θ. -<i>ρη</i>-, <b>[[πρβλ]].</b> [[ρήμα]], [[ρητός]] του [[εἴρω]] «[[λέγω]], [[δηλώνω]]»), <b>[[πρβλ]].</b> <i>αισχρο</i>-<i>ρρήμων</i>, <i>ευθυ</i>-<i>ρρήμων</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κᾰκορρήμων:''' -ον ([[ῥῆμα]]), [[κακολόγος]], αυτός που προμηνύει το [[κακό]], που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:36, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κᾰκορρήμων Medium diacritics: κακορρήμων Low diacritics: κακορρήμων Capitals: ΚΑΚΟΡΡΗΜΩΝ
Transliteration A: kakorrḗmōn Transliteration B: kakorrēmōn Transliteration C: kakorrimon Beta Code: kakorrh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος, (ῥῆμα)

   A telling of ill, ill-omened, A.Ag.1155 (lyr.).    2 a poor speaker, D.C.77.11.    II τὸ κ., = foreg., Suid.s.v. Ἀρχίλοχος. Adv. -όνως Poll.8.81.

French (Bailly abrégé)

ων, ον ; gén. ονος;
qui annonce des malheurs.
Étymologie: κακός, ῥῆμα.

Greek Monolingual

κακορρήμων, -όρρημον (Α)
1. αυτός που λέγει το κακό, που προμηνύει το κακό, δυσοίωνος
2. το αρσ. ως ουσ. κακορρήμων
ευτελής ρήτωρ
3. το ουδ. ως ουσ. τὸ κακόρρημον
η κακορρημοσύνη·.
επίρρ...
κακορρημόνως (Α)
με κακορρήμονα τρόπο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο)- + -ρρήμων (θ. -ρη-, πρβλ. ρήμα, ρητός του εἴρω «λέγω, δηλώνω»), πρβλ. αισχρο-ρρήμων, ευθυ-ρρήμων].

Greek Monotonic

κᾰκορρήμων: -ον (ῥῆμα), κακολόγος, αυτός που προμηνύει το κακό, που μιλάει με δυσοίωνες ρήσεις, σε Αισχύλ.