κατάδεσμος: Difference between revisions

From LSJ

Κακοῦ μεταβολὴν ἀνδρὸς οὐ δεῖ προσδοκᾶν → Non exspectandus improbi flexus viri → Auf Wandel eines schlechten Mannes warte nicht

Menander, Monostichoi, 282
(19)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (Α [[κατάδεσμος]]) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> γερό [[δέσιμο]] που δύσκολα λύνεται<br /><b>2.</b> μαγική [[πράξη]] που [[κατά]] τη λαϊκή [[παράδοση]] προξενεί [[εμπόδιο]] ή [[βλάβη]] σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», <b>Πλάτ.</b>).
|mltxt=ο (Α [[κατάδεσμος]]) [[καταδέω]] (Ι)]<br /><b>1.</b> γερό [[δέσιμο]] που δύσκολα λύνεται<br /><b>2.</b> μαγική [[πράξη]] που [[κατά]] τη λαϊκή [[παράδοση]] προξενεί [[εμπόδιο]] ή [[βλάβη]] σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», <b>Πλάτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατάδεσμος:''' ὁ, [[λαιμοδέτης]], [[στεφάνι]], [[κορδέλα]], [[ιμάντας]]· μαγικό [[δέσιμο]], σε Πλάτ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατάδεσμος Medium diacritics: κατάδεσμος Low diacritics: κατάδεσμος Capitals: ΚΑΤΑΔΕΣΜΟΣ
Transliteration A: katádesmos Transliteration B: katadesmos Transliteration C: katadesmos Beta Code: kata/desmos

English (LSJ)

ὁ,

   A tie, band, κ. ἥβης bathing-drawers, Theopomp.Com.37.    II = κατάδεσις 11, -δέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες Pl.R.364c, cf. Plot.4.4.40 (pl.), PMag.Par.1.2176 (pl.); κ. καὶ φαρμακεῖαι Artem.1.77.

German (Pape)

[Seite 1345] ὁ, Band, Verband, nach Phryn. 292 besser als ἐπίδεσμος; bes. Zauberband, Zauberknoten, Behexung durch Knüpfung eines Knotens, Plat. Rep. II, 364 c; καὶ φαρμακεῖαι Artemid. 1, 77; vgl. Phryn. in B. A. 27, 6.

Greek (Liddell-Scott)

κατάδεσμος: ὁ, ὁ ἐπιδενόμενος καὶ καλύπτων τι, καλυπτήρ, τηνδὶ περιζωσάμενος ᾤαν λουτρίδα κατάδεσμον ἥβης περιπέτασον Θεόπομπ. Κωμ. ἐν «Παισὶ» 2. ΙΙ. μαγικὸς δεσμός, τὸ μαγγανεύειν δι’ αὐτοῦ, Πλάτ. Πολ. 364C, ἔνθα ἴδε Stallb.· κ. καὶ φαρμακεῖαι Ἀρτεμίδ. 1. 77· πρβλ. κατάδεσις ΙΙ, καταδέω (Α) ΙΙΙ.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 lien;
2 particul. lien magique, charme que l’on fait au moyen d’un nœud.
Étymologie: καταδέω¹.

Spanish

hechizo, encantamiento

Greek Monolingual

ο (Α κατάδεσμος) καταδέω (Ι)]
1. γερό δέσιμο που δύσκολα λύνεται
2. μαγική πράξη που κατά τη λαϊκή παράδοση προξενεί εμπόδιο ή βλάβη σε κάποιον ή καταναγκασμό του («καταδέσμοις τοὺς θεοὺς πείθοντες», Πλάτ.).

Greek Monotonic

κατάδεσμος: ὁ, λαιμοδέτης, στεφάνι, κορδέλα, ιμάντας· μαγικό δέσιμο, σε Πλάτ.