καλλίρροος: Difference between revisions

From LSJ

κεντέω τὸν πῶλον περὶ τὴν νύσσαν → of impetuous haste, goad the foal around the turning post

Source
(Autenrieth)
(5)
Line 18: Line 18:
{{Autenrieth
{{Autenrieth
|auten=[[beautifully]]-[[flowing]], [[fair]]-[[flowing]].
|auten=[[beautifully]]-[[flowing]], [[fair]]-[[flowing]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''καλλίρροος:''' -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει [[καλή]] ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. <i>Καλλιρόη</i>, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· [[αλλά]] [[Καλλιρρόη]] επίσης, περίφημη [[κρήνη]] στην Αθήνα, [[έπειτα]] <i>Ἐννεάκρουνος</i> ([[αλλά]] [[τώρα]] [[ξανά]] [[Καλλιρρόη]]), σε Θουκ.
}}
}}

Revision as of 23:40, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καλλίρροος Medium diacritics: καλλίρροος Low diacritics: καλλίρροος Capitals: ΚΑΛΛΙΡΡΟΟΣ
Transliteration A: kallírroos Transliteration B: kallirroos Transliteration C: kallirroos Beta Code: kalli/rroos

English (LSJ)

ον, poet. also καλλίροος [ῐ] (contr. καλλίρους S.Fr.649.39),

   A beautiful-flowing, ὕδωρ, κρουνώ, Il.2.752, 22.147; ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Od.5.441; κρήνην καλλίροον 17.206; πηγή A.Pers.201; Ὠκεανός Orph. Fr.15: metaph., of the voice, καλλιρόοισι πνοαῖς Pi.O.6.83:—fem., Καλλιρόη, one of the Oceanids, h.Cer.419, Hes.Th.288, etc.    II pr. n., Καλλιρρόη, a famous spring at Athens, later Ἐννεάκρουνος, Th. 2.15, Pl.Ax.364a.

Greek (Liddell-Scott)

καλλίρροος: -ον, ποιητ. ὡσαύτως καλλίροος (ἴδε κατωτ.)· - καλῶς ῥέων, ὕδωρ, κρουνὸς Ἰλ. Β. 752, Ω. 147· ποταμοῖο κατὰ στόμα καλλιρόοιο Ὀδ. Ε. 441· κρήνη... καλλίροον Ρ. 206· πηγὴ Αἰσχύλ. Πέρσ. 201: - μεταφ., ἐπὶ τῆς φωνῆς, καλλιρρόοισι πνοαῖς Πινδ. Ο. 6. 143. - Θηλ. Καλλιρόη, μία τῶν Ὠκεανίδων, Ὁμ. Ὕμν. εἰς Δήμ. 419, Ἡσ. 288, κτλ.· - ἀλλὰ Καλλιρρόη, ὡσαύτως, περίφημος κρήνη ἐν Ἀθήναις, παρὰ μεταγενεστέροις Ἐννεάκρουνος (ἀλλ’ ἤδη πάλιν Καλλιρρόη), Θουκ. 2. 15, Πλάτ. Ἀξίοχ. ἐν ἀρχ. - Καθ’ Ἡσύχ.: «Καλλιρόη (δι’ ἑνός ρ)· κρήνη ἐν Ἀθήναις».

French (Bailly abrégé)

οος, οον;
au beau cours, aux belles eaux.
Étymologie: καλός, ῥέω.

English (Autenrieth)

beautifully-flowing, fair-flowing.

Greek Monotonic

καλλίρροος: -ον, ποιητ. επίσης καλλί-ροος, αυτός που έχει καλή ροή, σε Όμηρ., Αισχύλ.· μεταφ., λέγεται για τον αυλό, σε Πίνδ.· θηλ. Καλλιρόη, μια από τις Ωκεανίδες, σε Ομηρ. Ύμν., Ησίοδ.· αλλά Καλλιρρόη επίσης, περίφημη κρήνη στην Αθήνα, έπειτα Ἐννεάκρουνος (αλλά τώρα ξανά Καλλιρρόη), σε Θουκ.