καλλίζωνος: Difference between revisions
ἀλλήλων τὰ βάρη βαστάζετε, καὶ οὕτως ἀναπληρώσετε τὸν νόμον τοῦ Χριστοῦ → bear each other's burdens, and in that way fulfill the anointed King's Law (Galatians 6:2)
(18) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>εύ</i>-<i>ζωνος</i>]. | |mltxt=-η, -ο (Α [[καλλίζωνος]], -ον)<br />αυτός που [[φορά]] ωραία [[ζώνη]] («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>νεοελλ.</b><br />αυτός που έχει λεπτή [[μέση]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>καλλ</i>(<i>ι</i>)- <span style="color: red;">+</span> -<i>ζωνος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[ζώνη]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>βαθύ</i>-<i>ζωνος</i>, <i>εύ</i>-<i>ζωνος</i>]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''καλλίζωνος:''' ὁ, ἡ ([[ζώνη]]), αυτός που φοράει όμορφη [[ζώνη]], σε Όμηρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
ὁ, ἡ,
A with beautiful girdles, γυναῖκες Il.7.139, 24.698, Od.23.147; Ἥρα B.5.89: in late Prose, κόραι Hld.3.2.
German (Pape)
[Seite 1309] mit schönem Gürtel, γυναῖκες Il. 7, 139 u. öfter; κόραι Heliod. 3, 2.
Greek (Liddell-Scott)
καλλίζωνος: ὁ, ἡ, ὁ καλὴν φορῶν ζώνην, γυναῖκες Ἰλ. Η. 139, Ω. 698, Ὀδ. Ψ. 147· κ. Ἥρα Βακχυλ. V. 87.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
à la belle ceinture.
Étymologie: καλός, ζώνη.
English (Autenrieth)
with beautiful girdles. (See cut No. 44.)
Greek Monolingual
-η, -ο (Α καλλίζωνος, -ον)
αυτός που φορά ωραία ζώνη («καλλίζωνοί τε γυναῑκες», Ομ. Ιλ.)
νεοελλ.
αυτός που έχει λεπτή μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < καλλ(ι)- + -ζωνος (< ζώνη), πρβλ. βαθύ-ζωνος, εύ-ζωνος].
Greek Monotonic
καλλίζωνος: ὁ, ἡ (ζώνη), αυτός που φοράει όμορφη ζώνη, σε Όμηρ.