κατακονδυλίζω: Difference between revisions

From LSJ

Βούλου γονεῖς πρώτιστον ἐν τιμαῖς ἔχειν → Tibi sunt parentes primo honorandi loco → Erweise deinen Eltern an erster Stelle Ehr

Menander, Monostichoi, 72
(19)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κατακονδυλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με γροθιές, [[γρονθοκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρώ]] κάποιον υπερβολικά («[[ὄχλος]] κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κονδυλίζω]] «[[γρονθοκοπώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]])].
|mltxt=[[κατακονδυλίζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[χτυπώ]] κάποιον με γροθιές, [[γρονθοκοπώ]]<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρώ]] κάποιον υπερβολικά («[[ὄχλος]] κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[κονδυλίζω]] «[[γρονθοκοπώ]]» (<span style="color: red;"><</span> [[κόνδυλος]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κατακονδῠλίζω:''' ([[κόνδυλος]]), [[καταβάλλω]] με γροθιές, [[γρονθοκοπώ]], [[ραπίζω]], [[χαστουκίζω]], σε Αισχίν.
}}
}}

Revision as of 23:44, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κατακονδῠλίζω Medium diacritics: κατακονδυλίζω Low diacritics: κατακονδυλίζω Capitals: ΚΑΤΑΚΟΝΔΥΛΙΖΩ
Transliteration A: katakondylízō Transliteration B: katakondylizō Transliteration C: katakondylizo Beta Code: katakonduli/zw

English (LSJ)

strengthd. for κονδυλίζω, Aeschin.3.212 (Pass.), LXXAm.5.11;

   A ὄχλος -ισμένος τὴν ψυχήν Ph.1.387.

German (Pape)

[Seite 1355] mit Fäusten, Ohrfeigen zerschlagen, ohrfeigen; κατακεκονδύλισται Aesch. 3, 212; Sp.; κατακονδύλιστος, Erkl. von ἐπικοῤῥιστός, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

κατακονδῠλίζω: ἐπιτεταμ. ἀντὶ κονδυλίζω, διὰ τῶν κονδύλων ἢ γρόνθων κτυπῶ, κονδύλοις καταβάλλω, κατακεκονδύλισται, ὥστε ἔχειν τὰ τῶν κονδύλων ἴχνη τοῦ Μειδίου ἔτι φανερὰ Αἰσχίν. 84, 22.

French (Bailly abrégé)

abattre d’un coup de poing, frapper à coups de poing.
Étymologie: κατά, κονδυλίζω.

Greek Monolingual

κατακονδυλίζω (Α)
1. χτυπώ κάποιον με γροθιές, γρονθοκοπώ
2. ταλαιπωρώ κάποιον υπερβολικά («ὄχλος κατακεκονδυλισμένος τὴν ψυχήν», Φίλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + κονδυλίζω «γρονθοκοπώ» (< κόνδυλος)].

Greek Monotonic

κατακονδῠλίζω: (κόνδυλος), καταβάλλω με γροθιές, γρονθοκοπώ, ραπίζω, χαστουκίζω, σε Αισχίν.