κατεικάζω: Difference between revisions
κρειττότερον ἐστὶν εἰδέναι ἐν μέσῃ τῇ Πόλει φακιόλιον βασιλεῦον Τούρκου, ἢ καλύπτραν λατινικήν → I would rather see a Turkish turban in the midst of the City than the Latin mitre
(20) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κατεικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρομοιάζω]] με κάποιον, [[εξομοιώνω]] («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[εικάζω]], [[υποθέτω]], [[βγάζω]] συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]] («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰκάζω]] «[[εξεικονίζω]], [[παρομοιάζω]]»]. | |mltxt=[[κατεικάζω]] (Α)<br /><b>1.</b> [[παρομοιάζω]] με κάποιον, [[εξομοιώνω]] («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)<br /><b>2.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[εικάζω]], [[υποθέτω]], [[βγάζω]] συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)<br /><b>3.</b> [[υποπτεύομαι]], [[υποψιάζομαι]] («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», <b>Ηρόδ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κατ</i>(<i>α</i>)- <span style="color: red;">+</span> [[εἰκάζω]] «[[εξεικονίζω]], [[παρομοιάζω]]»]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κατεικάζω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[ομοιάζω]] — Παθ., αόρ. αʹ <i>κατ-εικάσθην</i>,<br /><b class="num">I.</b> είμαι ή [[γίνομαι]] όμοιος, σε Σοφ.<br /><b class="num">II.</b> [[σχηματίζω]] εικασίες, [[συμπεραίνω]], σε Ηρόδ.· [[υποπτεύομαι]] [[κάτι]] [[κακό]], στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:44, 30 December 2018
English (LSJ)
A liken to, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Eup.345:—Pass., to be or become like, ὦ . . τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε S. OC338. II guess, surmise, Hdt.6.112; ἐν ὑπονοίῃ κ. Hp.Ep.17; suspect, Hdt.9.109.
German (Pape)
[Seite 1394] vermuthen (eigtl. zu Jemandes Nachtheil), = simplex, ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον, Her. 6, 112. 9, 109. – Pass., Soph. O. C. 339 τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε καὶ βίου τροφάς, die sich ähnlich gemacht haben, sich richten nach Aegyptens Brauch.
Greek (Liddell-Scott)
κατεικάζω: ἐξομοιώνω, νομίζω τι ὅμοιον πρός τι, κατεικάζουσιν ἡμᾶς ἰσχάδι Εὔπολις ἐν Ἀδήλ. 35˙- Παθ., εἶμαι ἢ γίνομαι ὅμοιος, ὦ… τοῖς ἐν Αἰγύπτῳ νόμοις φύσιν κατεικασθέντε Σοφ. Ο. Κ. 338. ΙΙ. σχηματίζω εἰκασίας, συμπεραίνω (ἐναντίον τινός), ταῦτα οἱ βάρβαροι κατείκαζον Ἡρόδ. 6. 112˙ ἐν ὑπονοίῃ κ. Ἱππ. 1280. 2˙ κυρίως, ὑποπτεύω κακόν τι, Ἡρόδ. 9. 109.
French (Bailly abrégé)
1 conjecturer, soupçonner;
2 conformer ; Pass. être devenu conforme : τινι à qch.
Étymologie: κατά, εἰκάζω.
Greek Monolingual
κατεικάζω (Α)
1. παρομοιάζω με κάποιον, εξομοιώνω («κατεικάζουσιν ἡμᾱς ἰσχάδι», Εύπ.)
2. σχηματίζω εικασίες, εικάζω, υποθέτω, βγάζω συμπεράσματα («ἐν ὑπονοίῃ κατεικάζειν», Ιπποκρ.)
3. υποπτεύομαι, υποψιάζομαι («μὴ καὶ πρὶν κατεικαζούσῃ τὰ γινόμενα οὕτω ἐπευρεθῇ πρήσσων», Ηρόδ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α)- + εἰκάζω «εξεικονίζω, παρομοιάζω»].
Greek Monotonic
κατεικάζω: μέλ. -σω, ομοιάζω — Παθ., αόρ. αʹ κατ-εικάσθην,
I. είμαι ή γίνομαι όμοιος, σε Σοφ.
II. σχηματίζω εικασίες, συμπεραίνω, σε Ηρόδ.· υποπτεύομαι κάτι κακό, στον ίδ.