κελαινόβρωτος: Difference between revisions

From LSJ

Γυνὴ γὰρ οὐδὲν οἶδε πλὴν ὃ βούλεται → Scit, quod cupiscit, femina, ulterius nihil → Denn eine Frau versteht nur, was sie will, sonst nichts

Menander, Monostichoi, 87
(20)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κελαινόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μαύρος]] και [[γεμάτος]] αίματα όταν τον τρώει [[κάποιος]] («κελαινόβρωτον δ' [[ἧπαρ]] ἐκθοινάσεται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>πυρί</i>-<i>βρωτος</i>].
|mltxt=[[κελαινόβρωτος]], -ον (Α)<br />αυτός που [[είναι]] [[μαύρος]] και [[γεμάτος]] αίματα όταν τον τρώει [[κάποιος]] («κελαινόβρωτον δ' [[ἧπαρ]] ἐκθοινάσεται», <b>Αισχύλ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κελαινός]] <span style="color: red;">+</span> -[[βρωτός]] (<span style="color: red;"><</span> [[βρωτός]] <span style="color: red;"><</span> [[βιβρώσκω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>θηρό</i>-<i>βρωτος</i>, <i>πυρί</i>-<i>βρωτος</i>].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κελαινόβρωτος:''' -ον, [[μαύρος]] και [[αιματηρός]] κατά τη [[βρώση]], σε Αισχύλ.
}}
}}

Revision as of 23:48, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κελαινόβρωτος Medium diacritics: κελαινόβρωτος Low diacritics: κελαινόβρωτος Capitals: ΚΕΛΑΙΝΟΒΡΩΤΟΣ
Transliteration A: kelainóbrōtos Transliteration B: kelainobrōtos Transliteration C: kelainovrotos Beta Code: kelaino/brwtos

English (LSJ)

ον,

   A black and bloody with gnawing, ἧπαρ A.Pr. 1025.

German (Pape)

[Seite 1414] schwarz und angefressen, ἧπαρ Aesch. Prom. 1027.

Greek (Liddell-Scott)

κελαινόβρωτος: -ον, μέλας καὶ αἱματηρὸς κατὰ τὴν βρῶσιν, κ. ἧπαρ Αἰσχύλ. Πρ. 1025.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
noir et rongé.
Étymologie: κελαινός, βιβρώσκω.

Greek Monolingual

κελαινόβρωτος, -ον (Α)
αυτός που είναι μαύρος και γεμάτος αίματα όταν τον τρώει κάποιος («κελαινόβρωτον δ' ἧπαρ ἐκθοινάσεται», Αισχύλ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κελαινός + -βρωτός (< βρωτός < βιβρώσκω), πρβλ. θηρό-βρωτος, πυρί-βρωτος].

Greek Monotonic

κελαινόβρωτος: -ον, μαύρος και αιματηρός κατά τη βρώση, σε Αισχύλ.