κλαδί: Difference between revisions
Μούνη γὰρ ἄγειν οὐκέτι σωκῶ λύπης ἀντίρροπον ἄχθος → I have no longer strength to bear alone the burden of grief that weighs me down
(20) |
(5) |
||
Line 18: | Line 18: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το<br />(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και [[κλάδιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν τον αφήνει σε χλωρό [[κλαδί]]» — τον καταδιώκει [[συνεχώς]] ή δεν τον αφήνει ήσυχο [[ούτε]] [[λεπτό]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] φυτού, [[βλαστός]] δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, [[κλώνος]], [[κλωνάρι]], [[κλαρί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δασώδης]] ή [[θαμνώδης]] [[τόπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(υποκορ. του [[κλάδος]]) [[μικρός]] [[κλάδος]], [[κλαδάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλαδίν</i>, μσν. τ. του αρχ. <i>κλαδίον</i>, υποκορ. του [[κλάδος]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κλάδα]], [[κλαδάκι]], [[κλαδερός]], [[κλαδώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κλαδολογώ]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αγιόκλαδο]], [[ακρόκλαδο]], <i>ανθόκλαδο</i>, <i>απόκλαδο</i>, [[βαγιόκλαδο]], <i>κοντόκλαδο</i>, <i>λειανόκλαδο</i>, [[λιόκλαδο]], [[ματόκλαδο]], <i>ξερόκλαδο</i>, <i>ξώκλαδο</i>, [[χαμόκλαδο]], [[χλωρόκλαδο]]]. | |mltxt=το<br />(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και [[κλάδιον]])<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>φρ.</b> «δεν τον αφήνει σε χλωρό [[κλαδί]]» — τον καταδιώκει [[συνεχώς]] ή δεν τον αφήνει ήσυχο [[ούτε]] [[λεπτό]]<br /><b>νεοελλ.-μσν.</b><br /><b>1.</b> [[κλάδος]] φυτού, [[βλαστός]] δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, [[κλώνος]], [[κλωνάρι]], [[κλαρί]]<br /><b>μσν.</b><br />[[δασώδης]] ή [[θαμνώδης]] [[τόπος]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />(υποκορ. του [[κλάδος]]) [[μικρός]] [[κλάδος]], [[κλαδάκι]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>κλαδίν</i>, μσν. τ. του αρχ. <i>κλαδίον</i>, υποκορ. του [[κλάδος]] (Ι).<br /><b><span style="color: brown;">ΠΑΡ.</span></b> <b>νεοελλ.</b> [[κλάδα]], [[κλαδάκι]], [[κλαδερός]], [[κλαδώνω]].<br /><b><span style="color: brown;">ΣΥΝΘ.</span></b> (Α' συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[κλαδολογώ]]. (Β συνθετικό) <b>νεοελλ.</b> [[αγιόκλαδο]], [[ακρόκλαδο]], <i>ανθόκλαδο</i>, <i>απόκλαδο</i>, [[βαγιόκλαδο]], <i>κοντόκλαδο</i>, <i>λειανόκλαδο</i>, [[λιόκλαδο]], [[ματόκλαδο]], <i>ξερόκλαδο</i>, <i>ξώκλαδο</i>, [[χαμόκλαδο]], [[χλωρόκλαδο]]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κλᾰδί:'''<b class="num">I.</b> μεταπλ. δοτ. του [[κλάδος]]· [[αλλά]],<br /><b class="num">II.</b> <i>κλᾱδί</i>, Δωρ. δοτ. του [[κλείς]]. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:52, 30 December 2018
English (LSJ)
metapl.dat.of κλάδος:—but κλᾱδί, Aeol., Dor.dat.of κλείς.
German (Pape)
[Seite 1445] metaplastischer dat. zu κλάδος, w. m. s.
Greek (Liddell-Scott)
κλᾰδί: κατὰ μεταπλ. δοτ. τοῦ κλάδος· ― ἀλλὰ κλ℁δί, Δωρ. δοτ. τοῦ κλείς.
Greek Monolingual
το
(AM κλαδίον, Μ και κλαδίν, Α και κλάδιον)
νεοελλ.
φρ. «δεν τον αφήνει σε χλωρό κλαδί» — τον καταδιώκει συνεχώς ή δεν τον αφήνει ήσυχο ούτε λεπτό
νεοελλ.-μσν.
1. κλάδος φυτού, βλαστός δέντρου ή θάμνου που εκφύεται από τον κορμό, κλώνος, κλωνάρι, κλαρί
μσν.
δασώδης ή θαμνώδης τόπος
μσν.-αρχ.
(υποκορ. του κλάδος) μικρός κλάδος, κλαδάκι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κλαδίν, μσν. τ. του αρχ. κλαδίον, υποκορ. του κλάδος (Ι).
ΠΑΡ. νεοελλ. κλάδα, κλαδάκι, κλαδερός, κλαδώνω.
ΣΥΝΘ. (Α' συνθετικό) νεοελλ. κλαδολογώ. (Β συνθετικό) νεοελλ. αγιόκλαδο, ακρόκλαδο, ανθόκλαδο, απόκλαδο, βαγιόκλαδο, κοντόκλαδο, λειανόκλαδο, λιόκλαδο, ματόκλαδο, ξερόκλαδο, ξώκλαδο, χαμόκλαδο, χλωρόκλαδο].
Greek Monotonic
κλᾰδί:I. μεταπλ. δοτ. του κλάδος· αλλά,
II. κλᾱδί, Δωρ. δοτ. του κλείς.