κοΐζω: Difference between revisions

From LSJ

Ὅτι σοῦ ἐστιν ἡ βασιλεία καὶ ἡ δύναμις καὶ ἡ δόξα, τοῦ Πατρός καὶ τοῦ Υἱοῦ καὶ τοῦ Ἁγίου Πνεύματος εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων. Ἀμήν. → For thine is the kingdom, and the power, and the glory, of the Father, and of the Son, and of the Holy Spirit forever and ever. Amen.

Source
(21)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=κοΐζω (Α) [[κοΐ]]<br /><b>1.</b> (για μικρούς χοίρους) [[κράζω]] «κοΐ»<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γρυλλίζω]] σαν [[χοίρος]].
|mltxt=κοΐζω (Α) [[κοΐ]]<br /><b>1.</b> (για μικρούς χοίρους) [[κράζω]] «κοΐ»<br /><b>2.</b> (<b>για πρόσ.</b>) [[γρυλλίζω]] σαν [[χοίρος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''κοΐζω:''' [[γρυλλίζω]] <i>κοΐ</i>, [[σκούζω]] σαν [[χοίρος]], σε Αριστοφ.
}}
}}

Revision as of 23:52, 30 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κοΐζω Medium diacritics: κοΐζω Low diacritics: κοΐζω Capitals: ΚΟΪΖΩ
Transliteration A: koḯzō Transliteration B: koizō Transliteration C: koizo Beta Code: koi/+zw

English (LSJ)

   A cry κοΐ, squeak like a young pig, Ar.Ach.746.

Greek (Liddell-Scott)

κοΐζω: κράζω κοΐ, γρυλίζω ὡς χοιρίδιον, Ἀριστοφ. Ἀχ. 746· πρβλ. κοάξ.

French (Bailly abrégé)

couiner comme le porc.
Étymologie: κοΐ.

Greek Monolingual

κοΐζω (Α) κοΐ
1. (για μικρούς χοίρους) κράζω «κοΐ»
2. (για πρόσ.) γρυλλίζω σαν χοίρος.

Greek Monotonic

κοΐζω: γρυλλίζω κοΐ, σκούζω σαν χοίρος, σε Αριστοφ.