κτεατίζω: Difference between revisions
ἢ λέγε τι σιγῆς κρεῖττον ἢ σιγὴν ἔχε → either say something better than silence or keep silence (Menander)
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[κτεατίζω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]], [[κερδίζω]] (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[αὖθις]] ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται [[ἄρκιον]] ὄλβον», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτέαρ]], -<i>ατος</i> (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ίζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερματ</i>-<i>ίζω</i>, <i>χρηματ</i>-<i>ίζω</i>)]. | |mltxt=[[κτεατίζω]] (Α)<br />(ενεργ. και μέσ.) [[αποκτώ]], [[προμηθεύομαι]], [[κερδίζω]] (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», <b>Ομ. Ιλ.</b><br />β. «[[αὖθις]] ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται [[ἄρκιον]] ὄλβον», Μαν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[κτέαρ]], -<i>ατος</i> (<i>τὸ</i>) <span style="color: red;">+</span> -<i>ίζω</i> (<b>[[πρβλ]].</b> <i>κερματ</i>-<i>ίζω</i>, <i>χρηματ</i>-<i>ίζω</i>)]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κτεᾰτίζω:''' μέλ. <i>-ίσω</i>· Επικ. αορ. αʹ <i>κτεάτισσα</i> ([[κτάομαι]])· [[αποκτώ]], [[κερδίζω]], [[κατακτώ]], [[επιτυγχάνω]], σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., [[αποκτώ]] για τον εαυτό μου, είμαι [[ιδιοκτήτης]], σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ. | |||
}} | }} |
Revision as of 23:56, 30 December 2018
English (LSJ)
A gain, win, δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il.16.57; πολλὰ κτεατίσσας Od.2.102, 19.147, cf. Eumel.2, etc.: —Med., get for oneself, acquire, Ep. fut. κτεατίσσομαι Man.6.677, aor. κτεατίσσατο A.R.2.788: pf.Pass. in med. sense, ὅσ' Ἑκηβόλος ἐκτεάτισται h.Merc.522: plpf., ἃ ἐκτεάτιστο Μίδης Call.Aet.3.1.47; τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτός Theoc.17.105.
German (Pape)
[Seite 1518] sich erwerben, verschaffen; δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα Il. 16, 57; πολλὰ κτεατίσσας, der viel erworben hatte, besaß, Od. 2, 102; – auch med., ἐκτεάτισται, hat sich erworben, H. h. 2, 522; Ap. Rh. 2, 788; Maneth. 6, 677. – Davon adj. verb. κτεατιστός, Inscr. 1187 (App. Anth. 299).
Greek (Liddell-Scott)
κτεᾰτίζω: μέλλ. -ίσω, κτῶμαι, κερδίζω, δουρὶ δ᾿ ἐμῷ κτεάτισσα Ἰλ. Π. 57· πολλὰ κτεατίσσας Ὀδ. Β. 102., Τ. 147, κτλ.· ― Μέσ., μετὰ παθ. πρκμ., ὅσ’ Ἐκηβόλος ἐκτεάτισται Ὕμν. Ὁμ. εἰς Ἑρμ. 522· τὰ δὲ κτεατίζεται αὐτὸς Θεόκρ. 17. 105.
French (Bailly abrégé)
acquérir, conquérir, acc.;
Moy. κτεατίζομαι m. sign.
Étymologie: κτέαρ.
English (Autenrieth)
aor. κτεάτισσα=κτάομαι.
Greek Monolingual
κτεατίζω (Α)
(ενεργ. και μέσ.) αποκτώ, προμηθεύομαι, κερδίζω (α. «κούρην,... δουρὶ δ' ἐμῷ κτεάτισσα», Ομ. Ιλ.
β. «αὖθις ἀπ' ἀλλοτρίων κτεατίσσεται ἄρκιον ὄλβον», Μαν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < κτέαρ, -ατος (τὸ) + -ίζω (πρβλ. κερματ-ίζω, χρηματ-ίζω)].
Greek Monotonic
κτεᾰτίζω: μέλ. -ίσω· Επικ. αορ. αʹ κτεάτισσα (κτάομαι)· αποκτώ, κερδίζω, κατακτώ, επιτυγχάνω, σε Όμηρ. — Μέσ., με Παθ. παρακ., αποκτώ για τον εαυτό μου, είμαι ιδιοκτήτης, σε Ομηρ. Ύμν., Θεόκρ.