κυβεύω: Difference between revisions
Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection
(22) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=(Α [[κυβεύω]]) [[κύβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκώ]] [[κυβεία]] χρηματιστηριακών αξιών<br /><b>μσν.</b><br />(συν. σχετικά με χρυσό) [[νοθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίζω]] τους κύβους, [[ρίχνω]] τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]], [[διακινδυνεύω]]<br />(«[[οὐδέ]] γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ [[διπλασίων]] κυβεύουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], [[ξεγελώ]]. | |mltxt=(Α [[κυβεύω]]) [[κύβος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[ασκώ]] [[κυβεία]] χρηματιστηριακών αξιών<br /><b>μσν.</b><br />(συν. σχετικά με χρυσό) [[νοθεύω]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[παίζω]] τους κύβους, [[ρίχνω]] τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)<br /><b>2.</b> [[ριψοκινδυνεύω]], [[διακινδυνεύω]]<br />(«[[οὐδέ]] γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ [[διπλασίων]] κυβεύουσι», <b>Ξεν.</b>)<br /><b>3.</b> [[εξαπατώ]], [[παραπλανώ]], [[ξεγελώ]]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κῠβεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, ([[κύβος]]),<br /><b class="num">1.</b> [[παίζω]] στα ζάρια, σε Αριστοφ. κ.λπ.<br /><b class="num">2.</b> μεταφ., [[διατρέχω]] κίνδυνο, [[ριψοκινδυνεύω]], [[διακυβεύω]], σε Ξεν. κ.λπ.· με αιτ., ρισκάρω, [[διακινδυνεύω]] σε, σε Ευρ. — Παθ., τίθεμαι σε κίνδυνο, διακυβεύομαι, σε Ανθ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
A play at dice, Cratin.195, Ar.Ec.672, Isoc.15.287, etc. 2 metaph., run a risk or hazard, περὶ διπλασίων X.HG6.3.16, cf. Plu.Art.17; περὶ τοῖς φιλτάτοις Pl.Prt.314a; κ. τῷ βίῳ Plb.Fr. 6. II trans., run the risk of, venture on, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρη E.Rh.446:—Pass., to be staked, AP7.427.13 (Antip.Sid.). 2 c.acc.pers., cheat, defraud, Arr.Epict.2.19.28, cf. 3.21.22.
German (Pape)
[Seite 1523] mit Würfeln spielen, wü rse in; Ar. Eccl. 672; Isocr. u. A.; περὶ διπλασίων, um das Doppelte, Xen. Hell. 3, 6, 16; περὶ χιλίων δαρεικῶν plut. Artax. 17; πρὸς ἀλλήλους περὶ τῶν γυναικῶν Ath. X, 444 f. – Uebertr., aufs Spiel setzen, wagen; τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Eur. Rhes. 446; καὶ κινδυνεύειν περὶ τοῖς φιλτάτοις Plat. Protag. 314 a; vgl. Mel. 73 (XII, 47); auch τῷ βίῳ, Pol. bei Suid.; – τὸ κυβευθὲν πνεῦμα, Antp. Sid. 93 (VII, 427).
Greek (Liddell-Scott)
κῠβεύω: (κύβος) παίζω τοὺς κύβους, Κρατῖν. ἐν «Πυτίνῃ» 13, Ἀριστοφ. Ἐκκλ. 672, Ἰσοκρ., κτλ. 2) μεταφ., ῥιψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω, περὶ διπλασίων Ξεν. Ἑλλ. 6. 3. 16· περὶ τοῖς φιλτάτοις Πλάτ. Πρωτ. 314Α· κ. τῷ βίῳ Πολύβ. παρὰ τῷ Σουΐδ. ΙΙ. μεταβ., διακινδυνεύω, ἀποτολμῶ, κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἄρην Εὐρ. Ῥῆσ. 446· ― Παθ., τὸ κυβευθὲν πνεῦμα Ἀνθ. Π. 7. 427, πρβλ. κινδυνεύω. 2) μετ’ αἰτ. προσ., ἀπατῶ, ἐξαπατῶ, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 2. 19, 28.
French (Bailly abrégé)
jouer aux dés : περὶ διπλασίων sur une mise double.
Étymologie: κύβος.
Greek Monolingual
(Α κυβεύω) κύβος
νεοελλ.
ασκώ κυβεία χρηματιστηριακών αξιών
μσν.
(συν. σχετικά με χρυσό) νοθεύω
αρχ.
1. παίζω τους κύβους, ρίχνω τα ζάρια («ἕτεροι δ' ἐν τοῑς σκιραφείοις κυβεύουσι», Ισοκρ.)
2. ριψοκινδυνεύω, διακινδυνεύω
(«οὐδέ γε τῶν κυβευτῶν οἵτινες αὖ, ἐὰν ἕν τι ἀποτύχωσι, περὶ διπλασίων κυβεύουσι», Ξεν.)
3. εξαπατώ, παραπλανώ, ξεγελώ.
Greek Monotonic
κῠβεύω: μέλ. -σω, (κύβος),
1. παίζω στα ζάρια, σε Αριστοφ. κ.λπ.
2. μεταφ., διατρέχω κίνδυνο, ριψοκινδυνεύω, διακυβεύω, σε Ξεν. κ.λπ.· με αιτ., ρισκάρω, διακινδυνεύω σε, σε Ευρ. — Παθ., τίθεμαι σε κίνδυνο, διακυβεύομαι, σε Ανθ.