κυΐσκομαι: Difference between revisions
αἰτῶ δ' ὑγίειαν πρῶτον, εἶτ' εὐπραξίαν, τρίτον δὲ χαίρειν, εἶτ' ὀφείλειν μηδενί → first health, good fortune next, and third rejoicing; last, to owe nought to any man
(6_20) |
(5) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''κυΐσκομαι''': Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, = [[κυέω]], κύω, [[συλλαμβάνω]], [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], Ἡρόδ. 2. 93., 4. 30, Ἀριστ. κλ.· κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· ― πρβλ. ἐπικυΐσκομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κυΐσκω κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1255, Φιλόστρ. 28, Γεωπ.· ― [[ἀλλά]], 2) μεταβατ. ἐνεργείας ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[κάμνω]] τινὰ νὰ κυοφορήσῃ, Ἱμερ. Ὀρ. 1. 7· πρβλ. κύω ΙΙ. | |lstext='''κυΐσκομαι''': Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, = [[κυέω]], κύω, [[συλλαμβάνω]], [[γίνομαι]] [[ἔγκυος]], Ἡρόδ. 2. 93., 4. 30, Ἀριστ. κλ.· κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· [[ὡσαύτως]] ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· ― πρβλ. ἐπικυΐσκομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κυΐσκω κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1255, Φιλόστρ. 28, Γεωπ.· ― [[ἀλλά]], 2) μεταβατ. ἐνεργείας ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, [[κάμνω]] τινὰ νὰ κυοφορήσῃ, Ἱμερ. Ὀρ. 1. 7· πρβλ. κύω ΙΙ. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''κυΐσκομαι:''' Παθ. μόνο στον ενεστ., [[συλλαμβάνω]], καθίσταμαι [[έγκυος]], σε Ηρόδ., Πλάτ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:00, 31 December 2018
English (LSJ)
Pass., of the female,
A conceive, become pregnant, Hdt.2.93, 4.30, Arist.HA543b19, etc.; κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Pl.Tht. 149b; of plants, Thphr.CP3.2.8. II Act. κυΐσκω in same sense, Hp.Aph.5.62, Philostr.VA1.22, Gp.14.1.3, Gal.4.513; but 2 causal, of the male, impregnate, Him.Or.1.7.
Greek (Liddell-Scott)
κυΐσκομαι: Παθ., ἐπὶ τοῦ θήλεος, = κυέω, κύω, συλλαμβάνω, γίνομαι ἔγκυος, Ἡρόδ. 2. 93., 4. 30, Ἀριστ. κλ.· κυϊσκομένη τε καὶ τίκτουσα Πλάτ. Θεαίτ. 149Β· ὡσαύτως ἐπὶ φυτῶν, Θεοφρ. π. Φυτ. Αἰτ. 3. 2, 8· ― πρβλ. ἐπικυΐσκομαι. ΙΙ. τὸ ἐνεργ. κυΐσκω κεῖται ἐπὶ τῆς αὐτῆς σημασίας παρ’ Ἱππ. ἐν Ἀφ. 1255, Φιλόστρ. 28, Γεωπ.· ― ἀλλά, 2) μεταβατ. ἐνεργείας ἐπὶ τοῦ ἄρρενος, κάμνω τινὰ νὰ κυοφορήσῃ, Ἱμερ. Ὀρ. 1. 7· πρβλ. κύω ΙΙ.
Greek Monotonic
κυΐσκομαι: Παθ. μόνο στον ενεστ., συλλαμβάνω, καθίσταμαι έγκυος, σε Ηρόδ., Πλάτ.