κυαμεύω: Difference between revisions

From LSJ

τούτου δὲ συμβαίνοντος ἀναγκαῖον γίγνεσθαι πάροδον καὶ τροπὰς τῶν ἐνδεδεμένων ἄστρων → but if this were so, there would have to be passings and turnings of the fixed stars

Source
(22)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[κυαμεύω]] (Α) [[κύαμος]]<br />[[εκλέγω]] με κυαμευτή [[ψηφοφορία]] («ἐκυάμευσαν τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας κατὰ φυλάς», <b>Αριστοτ.</b>).
|mltxt=[[κυαμεύω]] (Α) [[κύαμος]]<br />[[εκλέγω]] με κυαμευτή [[ψηφοφορία]] («ἐκυάμευσαν τοὺς [[ἐννέα]] ἄρχοντας κατὰ φυλάς», <b>Αριστοτ.</b>).
}}
{{lsm
|lsmtext='''κυᾰμεύω:''' μέλ. <i>-σω</i> ([[κύαμος]]), [[εκλέγω]] με κλήρο (όχι με σφαιρίδια ψηφοφορίας) — Παθ., εκλέγομαι με αυτό τον τρόπο, σε Δημ.
}}
}}

Revision as of 00:00, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠᾰμεύω Medium diacritics: κυαμεύω Low diacritics: κυαμεύω Capitals: ΚΥΑΜΕΥΩ
Transliteration A: kyameúō Transliteration B: kyameuō Transliteration C: kyameyo Beta Code: kuameu/w

English (LSJ)

   A choose by lot, δικαστάς IG12.41.19, 22.1172.13; ἔκ τινων Arist.Ath.8.1, 22.5:—Pass., IG12.10.8, Jusj. ap. D.24.150.

German (Pape)

[Seite 1521] durch Abstimmung mit Bohnen erwählen, Tim. lex., Inscr.; pass., ὅσαι ἀρχαὶ κυαμεύονται, im Heliasteneide bei Dem. 24, 150. – Davon adj. verb. κυαμευτός, durch Bohnen erwählt, Xen. Mem. 1, 2, 9; Plut. ed. lib. 17 ψηφοφορία, Abstimmung mit Bohnen.

Greek (Liddell-Scott)

κυᾰμεύω: (κύαμος) ἐκλέγω διὰ κλήρου (οὐχὶ διὰ ψήφου), τοὺς ἄρχοντας κυαμεύειν Συλλ. Ἐπιγρ. 82. 13˙ κυαμεῦσαι 73b. 12 (προσθῆκ.), 73c. Β. 19 (σ. 894)˙ ― Παθ., ἐκλέγομαι διὰ κλήρου, Δημ. 747. 3.

French (Bailly abrégé)

désigner ou décider par le sort au moyen de fèves.
Étymologie: κύαμος.

Greek Monolingual

κυαμεύω (Α) κύαμος
εκλέγω με κυαμευτή ψηφοφορία («ἐκυάμευσαν τοὺς ἐννέα ἄρχοντας κατὰ φυλάς», Αριστοτ.).

Greek Monotonic

κυᾰμεύω: μέλ. -σω (κύαμος), εκλέγω με κλήρο (όχι με σφαιρίδια ψηφοφορίας) — Παθ., εκλέγομαι με αυτό τον τρόπο, σε Δημ.