λαιμοτόμος: Difference between revisions
τίκτει γὰρ κόρος ὕβριν, ὅταν πολὺς ὄλβος ἕπηται ἀνθρώποις ὁπ̣όσοις μὴ νόος ἄρτιος ἦι → satiety breeds arrogance whenever men with unfit minds have great wealth
(22) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.]. | |mltxt=[[λαιμοτόμος]], -ον (α)<br />αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λαιμός]] <span style="color: red;">+</span> -[[τόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[τόμος]] <span style="color: red;"><</span> [[τέμνω]]), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεφαλο</i>-[[τόμος]], <i>φυλλο</i>-[[τόμος]]. Η [[παροξυτονία]] προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λαιμοτόμος:''' -ον ([[τέμνω]]),<br /><b class="num">I.</b> αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.<br /><b class="num">II.</b> προπαροξ., [[λαιμότομος]], <i>-ον</i>, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· <i>Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί</i>, [[αίμα]] που στάζει από το κομμένο [[κεφάλι]] της Γοργώς, στον ίδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:04, 31 December 2018
English (LSJ)
ον,
A throatcutting, χείρ E.IT444 (lyr.); σίδαρος Tim.Pers.142; σφαγίς AP6.306 (Aristo). II proparox. λαιμότομος, ον, with the throat cut, E. Hec.208 (lyr.); severed at the throat, κεφαλά Id IA776 (lyr.); Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν the blood dripping from the Gorgon's severed head, Id.Ion1054 (lyr.).
German (Pape)
[Seite 7] die Kehle abschneidend, χείρ, Eur. I. T. 444; σφαγίς, Aristo 1 (VI, 306). – Aber λαιμότομος, mit abgeschnittener Kehle, l. d., Eur. Hec. 209; Γοργοῦς λαιμοτόμων ἀπὸ σταλαγμῶν Ion 1055, die Tropfen von dem abgeschnittenen Haupte der Gorgo; sp. D., wie φάρυγξ, Man. 1, 317.
Greek (Liddell-Scott)
λαιμοτόμος: -ον, ὁ κόπτων τὸν λαιμόν, Περσεὺς Εὐρ. Ἠλ. 459· χεὶρ ὁ αὐτ. ἐν Ι. Τ. 444· σφαγὶς Ἀνθ. Π. 6. 306. ΙΙ. προπαροξ. λαιμότομος, ον, ἔχων τὸν λαιμὸν κεκομμένον, ἀποτετμημένος τὸν λαιμὸν, Εὐρ. Ἑκ. 207· κεφαλὴ ὁ αὐτ. Ι. Α. 776· Γοργοῦς λ. ἀπὸ σταλαγμῶν, τὸ αἷμα στάζον ἀπὸ τῆς ἀποτμηθείσης κεφαλῆς τῆς Γοργόνος, ὁ αὐτ. ἐν Ἴωνι 1055, πρβλ. λαιμότμητος.
French (Bailly abrégé)
ος, ον :
qui coupe la gorge.
Étymologie: λαιμός, τέμνω.
Greek Monolingual
λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο-τόμος, φυλλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].
Greek Monolingual
λαιμοτόμος, -ον (α)
αυτός που κόβει τον λαιμό κάποιου, που αποκεφαλίζει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λαιμός + -τόμος (< τόμος < τέμνω), πρβλ. κεφαλο-τόμος, φυλλο-τόμος. Η παροξυτονία προσδίδει στο σύνθ. ενεργητική σημ.].
Greek Monotonic
λαιμοτόμος: -ον (τέμνω),
I. αυτός που κόβει τον λαιμό, σε Ευρ., Ανθ.
II. προπαροξ., λαιμότομος, -ον, αυτός που έχει τον λαιμό κομμένο, αποκομμένος από το λαιμό, σε Ευρ.· Γοργοῦς λαιμότομοι σταλαγμοί, αίμα που στάζει από το κομμένο κεφάλι της Γοργώς, στον ίδ.