λιθοξόος: Difference between revisions

From LSJ

τὸ δ' ἡδέως ζῆν καὶ ἱλαρῶς οὐκ ἔξωθέν ἐστιν, ἀλλὰ τοὐναντίονἄνθρωπος τοῖς περὶ αὑτὸν πράγμασιν ἡδονὴν καὶ χάριν ὥσπερ ἐκ πηγῆς τοῦ ἤθους προστίθησιν → but a pleasant and happy life comes not from external things, but, on the contrary, man draws on his own character as a source from which to add the element of pleasure and joy to the things which surround him

Source
(23)
(5)
Line 10: Line 10:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[λιθοξόος]])<br />ο [[τεχνίτης]] που λαξεύει λίθους και, [[κυρίως]], μάρμαρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ξόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ξόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραο</i>-[[ξόος]], <i>λαο</i>-[[ξόος]].
|mltxt=ο (AM [[λιθοξόος]])<br />ο [[τεχνίτης]] που λαξεύει λίθους και, [[κυρίως]], μάρμαρα<br /><b>αρχ.</b><br />[[γλύπτης]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> <i>λιθ</i>(<i>ο</i>)- <span style="color: red;">+</span> -[[ξόος]] (<span style="color: red;"><</span> [[ξόος]] <span style="color: red;"><</span> <i>ξέω</i>), <b>[[πρβλ]].</b> <i>κεραο</i>-[[ξόος]], <i>λαο</i>-[[ξόος]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐθοξόος:''' ὁ ([[ξέω]]), [[κτίστης]], κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:04, 31 December 2018

German (Pape)

[Seite 45] Steine glättend, behauend, bearbeitend, ὁ λ., der Steinmetz, Plut. u. a. Sp., Rufin. 13 (V, 15); Man. 6, 419, von Thom. Mag. verworfen.

Greek (Liddell-Scott)

λῐθοξόος: ὁ, (ξέω) ἐργάτης λίθου ἢ μαρμάρου, Τίμων παρὰ Διογ. Λ. 2. 19, Ἀνθ. Π. 5. 15, Λουκ. Ἐνύπν. 9, ἔνθα ἴδε Hemst.

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
tailleur de pierres.
Étymologie: λίθος, ξέω.

Greek Monolingual

ο (AM λιθοξόος)
ο τεχνίτης που λαξεύει λίθους και, κυρίως, μάρμαρα
αρχ.
γλύπτης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιθ(ο)- + -ξόος (< ξόος < ξέω), πρβλ. κεραο-ξόος, λαο-ξόος.

Greek Monotonic

λῐθοξόος: ὁ (ξέω), κτίστης, κατεργαστής λίθου ή μαρμάρου, σε Ανθ., Λουκ.