λιπαράμπυξ: Difference between revisions

From LSJ

παιδείαν δὲ πᾶσαν, μακάριε, φεῦγε τἀκάτιον ἀράμενοςflee all education, raising up the top sail

Source
(23)
(5)
Line 24: Line 24:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[λιπαράμπυξ]], -υκος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαρόμπυκος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[παρωδία]] στον <b>Αριστοφ.</b>) <b>ως επίθ.</b> [[καρύκευμα]] ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]»].
|mltxt=[[λιπαράμπυξ]], -υκος, ὁ, ἡ (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό [[διάδημα]], [[ταινία]] της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας [[ἕκατι]] λιπαρόμπυκος», <b>Πίνδ.</b>)<br /><b>2.</b> ([[παρωδία]] στον <b>Αριστοφ.</b>) <b>ως επίθ.</b> [[καρύκευμα]] ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», <b>Αριστοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[λιπαρός]] «[[ελαιώδης]] - [[λαμπρός]]» <span style="color: red;">+</span> [[ἄμπυξ]] «[[διάδημα]]»].
}}
{{lsm
|lsmtext='''λῐπᾰράμπυξ:''' -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που [[φορά]] λαμπρό κεφαλόδεσμο, [[μαντήλι]] κεφαλιού, σε Πίνδ.
}}
}}

Revision as of 00:08, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λῐπᾰράμπυξ Medium diacritics: λιπαράμπυξ Low diacritics: λιπαράμπυξ Capitals: ΛΙΠΑΡΑΜΠΥΞ
Transliteration A: liparámpyx Transliteration B: liparampyx Transliteration C: liparampyks Beta Code: lipara/mpuc

English (LSJ)

ῠκος, ὁ, ἡ,

   A with bright fillet or headband, Μναμοσύνα Pi.N.7.15; parodied by Ar.Ach.671 (lyr.), as epith. of fishsauce.

German (Pape)

[Seite 50] υκος, mit glänzendem Stirnbande, Mnemosyne, Pind. N. 7, 15; komisch von einer Brühe, Ar. Ach. 671.

Greek (Liddell-Scott)

λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, ἔχων λαμπρὰν ταινίαν ἢ τιάραν, Πινδ. Ν. 7. 22· παρῳδούμενον ὑπὸ Ἀριστοφ. ἐν Ἀχ. 671, ὡς ἐπίθ. καρυκεύματός τινος ἰχθύων.

French (Bailly abrégé)

υκος (ὁ, ἡ)
1 au bandeau brillant;
2 qui forme un cercle luisant ; gras.
Étymologie: λιπαρός, ἄμπυξ.

English (Slater)

λῐπᾰράμπυξ
   1 with bright headband Μναμοσύνας ἕκατι λιπαράμπᾰκος (N. 7.15) λιπαρ]άμπυ[κε]ς ἱστάμεναι χορὸν [[[ταχύ]]]ποδα παρθένοι (supp. Snell) (Pae. 2.99)

Greek Monolingual

λιπαράμπυξ, -υκος, ὁ, ἡ (Α)
1. αυτός που έχει λιπαρό άμπυκα, λαμπρό διάδημα, ταινία της κεφαλής («εἰ Μναμοσύνας ἕκατι λιπαρόμπυκος», Πίνδ.)
2. (παρωδία στον Αριστοφ.) ως επίθ. καρύκευμα ψαριών («οἱ δὲ Θασίαν ἀνακυκῶσι λιπαράμπυκα», Αριστοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < λιπαρός «ελαιώδης - λαμπρός» + ἄμπυξ «διάδημα»].

Greek Monotonic

λῐπᾰράμπυξ: -ῠκος, ὁ, ἡ, αυτός που φορά λαμπρό κεφαλόδεσμο, μαντήλι κεφαλιού, σε Πίνδ.