λύγξ: Difference between revisions
Τὶ δὲ σὺ διά τὸν Θεὸν δύνασαι ἀρνηθῆναι; Οἷον δὲ μέτρον ἀγάπης τῶν ἀγαπώντων σε ἐστί; (Χρύσανθος Καταπόδης, Σχολὴ Ζωῆς) → ?
(23) |
(5) |
||
Line 24: | Line 24: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γκός, και -γγός, ο, η)<br /><b>βλ.</b> [[λύγκας]].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γγός, η, και, σπαν., ο)<br />[[λόξυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγγ</i>- του [[λύζω]]. (Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[λύζω]] και [[λύγξ]] <b>βλ.</b> [[λύζω]])]. | |mltxt=<b>(I)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γκός, και -γγός, ο, η)<br /><b>βλ.</b> [[λύγκας]].———————— <b>(II)</b><br />ο (Α [[λύγξ]], -γγός, η, και, σπαν., ο)<br />[[λόξυγγας]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> θ. <i>λυγγ</i>- του [[λύζω]]. (Για τη [[σχέση]] [[μεταξύ]] [[λύζω]] και [[λύγξ]] <b>βλ.</b> [[λύζω]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''λύγξ:''' ἡ, γεν. <i>λυγγός</i> ([[λύζω]])· σπασμωδική [[πάθηση]] του λάρυγγα, [[λόξυγγας]], <i>λύγξκενή</i>, μάταιη [[σύσπαση]] για εμετό, [[χωρίς]] δηλ. να ακολουθήσει [[κένωση]] στομάχου, σε Θουκ.<br /><b class="num">• [[λύγξ]]:</b> ὁ, ἡ, γεν. <i>λυγκός</i>, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:08, 31 December 2018
English (LSJ)
(A), ὁ, ἡ, gen. λυγκός (λύγγα in E.Fr.863 is perh.
A f.l. for λύγκα, but cf. λύγγιος):—lynx, Felis lynx, h.Hom.19.24; βαλιαὶ λύγκες E.Alc.579 (lyr.), cf. Arist.HA500b15, Thphr.Fr.175, etc. II caracal, Felis caracal, Ael.NA14.6, Opp.C.3.85, etc. (cf. λυγγούριον). (OHG. luhs, Germ. luchs, Lith. lúšis.)
λύγξ (B), ἡ, gen. λυγγός, (λύζω)
A hiccup, Hp.Aph.5.58, al., Pl.Smp. 185d; λ. κενή an ineffectual retching, Th.2.49, cf. Aret CA2.4: masc. in pl., τοῖς λυγξί Gal.1.356, but fem. in Id.15.846. II λύγγα θηρατηρίαν dub. l. in S.Fr.474.1.
German (Pape)
[Seite 67] υγγός, ἡ, der Schlucken; Thuc. 2, 49, παῦσαί με τῆς λυγγός Plat. Conv. 185 d, wo er auch sagt τυχεῖν αὐτῷ τινα λύγγα ἐπιπεπτωκυῖαν. – Auch das Schluchzen, Weinen, Sp. λυγκός, ὁ, ἡ, der Luchs; H. h. 18, 24; βαλιαί, Eur. Alc. 582; Opp. Cyn. 3, 85; Arist. u. A. – Spätere scheinen den gen. auch λυγγός gebildet zu haben, s. Jacobs Anth. Pal. p. 91.
Greek (Liddell-Scott)
λύγξ: ὁ, ἡ, γεν. λυγκὸς (λύγγα ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 855 εἶναι ἡμαρτημ. γραφ. ἀντὶ λύγκα)· σαρκοφάγον τι ζῷον, Felis lynx, Ὁμ. Ὕμν. 18. 24· βαλιαὶ λύγκες Εὐρ. Ἄλκ. 579, πρβλ. Ἀριστ. π. τὰ Ζ. Ἱστ. 2. 1, 33, κτλ. (Ἀρχ. Γερμ. luhs, Γερμ. luchs, Λιθ. luszis). - Πρβλ. Ἡρῳδιαν. Β΄, 758. 32.
French (Bailly abrégé)
1γκός (ὁ) :
lynx, loup cervier, animal.
Étymologie: R. Λυχ, briller, à cause des yeux perçants du lynx.
2γγός (ἡ) :
hoquet.
Étymologie: R. Λυγ, sangloter.
Spanish
Greek Monolingual
(I)
ο (Α λύγξ, -γκός, και -γγός, ο, η)
βλ. λύγκας.———————— (II)
ο (Α λύγξ, -γγός, η, και, σπαν., ο)
λόξυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. λυγγ- του λύζω. (Για τη σχέση μεταξύ λύζω και λύγξ βλ. λύζω)].
Greek Monotonic
λύγξ: ἡ, γεν. λυγγός (λύζω)· σπασμωδική πάθηση του λάρυγγα, λόξυγγας, λύγξκενή, μάταιη σύσπαση για εμετό, χωρίς δηλ. να ακολουθήσει κένωση στομάχου, σε Θουκ.
• λύγξ: ὁ, ἡ, γεν. λυγκός, κάποιο σαρκοφάγο ζώο, σε Ευρ., κ.λπ.