μαίνη: Difference between revisions

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source
(23)
(5)
Line 18: Line 18:
{{grml
{{grml
|mltxt=η (Α [[μαίνη]])<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω <i>meni</i>, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. <i>menb</i>, λιθουαν. <i>menkė</i>, λεττον. <i>menza</i>). Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. [[μαίνομαι]] δηλώνοντας ένα «τρελό» [[ψάρι]] που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μαινομένη]])].
|mltxt=η (Α [[μαίνη]])<br />[[είδος]] θαλάσσιου ψαριού.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω <i>meni</i>, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. <i>menb</i>, λιθουαν. <i>menkė</i>, λεττον. <i>menza</i>). Έχει υποστηριχθεί [[επίσης]] ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. [[μαίνομαι]] δηλώνοντας ένα «τρελό» [[ψάρι]] που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (<b>[[πρβλ]].</b> λ. [[μαινομένη]])].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μαίνη:''' ἡ, Λατ. [[maena]], μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η [[ρέγγα]], το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μαίνη Medium diacritics: μαίνη Low diacritics: μαίνη Capitals: ΜΑΙΝΗ
Transliteration A: maínē Transliteration B: mainē Transliteration C: maini Beta Code: mai/nh

English (LSJ)

ἡ,

   A Maena vulgaris, a small sprat-like fish, which was salted, AP9.412 (Phld.); cf. μαινομένη.

Greek (Liddell-Scott)

μαίνη: maena, μικρὸς θαλάσσιος ἰχθὺς ἐκ τοῦ γένους τῆς ἀφύης ἁλατιζόμενος, Ἀνθ. Π. 9. 412· - μεταγεν., μαινομένα, ἡ, ἴδε Ἀλέξ. Τραλλ. 12. 8, καὶ Δουκάγγ.

French (Bailly abrégé)

ης (ἡ) :
mendole, petit poisson de mer, qu’on salait ou qu’on préparait comme des anchois.
Étymologie: DELG pas d’étym. - μαίνηlat. maena > lat. pop. maenula > prov. amendolla > fr. mendole.

Greek Monolingual

η (Α μαίνη)
είδος θαλάσσιου ψαριού.
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πιθ. να ανάγεται σε ΙΕ ρίζω meni, που δηλώνει ονομ. ψαριού και συνδέεται με τύπους ΙΕ γλωσσών της ίδιας σημ. (ρωσ. menb, λιθουαν. menkė, λεττον. menza). Έχει υποστηριχθεί επίσης ότι η λ. μπορεί να παράγεται από το ρ. μαίνομαι δηλώνοντας ένα «τρελό» ψάρι που ταράσσεται από όλες του τις πλευρές (πρβλ. λ. μαινομένη)].

Greek Monotonic

μαίνη: ἡ, Λατ. maena, μικρό θαλασσινό ψάρι όπως η ρέγγα, το οποίο γινόταν παστό, σε Ανθ.