μελάγχλαινος: Difference between revisions

From LSJ

θυγάτριον ὡραῖον ἤδη γάμου → a girl already of marriageable age | a daughter, already marriageable

Source
(24)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μελάγχλαινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[χλαίνη]], μαύρο [[πανωφόρι]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μελάγχλαινοι</i><br />[[ονομασία]] σκυθικού φύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χλαίνα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>λινό</i>-<i>χλαινος</i>)].
|mltxt=[[μελάγχλαινος]], -ον (Α)<br /><b>1.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[χλαίνη]], μαύρο [[πανωφόρι]], μαυροφορεμένος<br /><b>2.</b> (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) <i>οἱ Μελάγχλαινοι</i><br />[[ονομασία]] σκυθικού φύλου.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μέλας]], -<i>ανος</i> <span style="color: red;">+</span> [[χλαίνα]] (<b>[[πρβλ]].</b> <i>λεοντό</i>-<i>χλαινος</i>, <i>λινό</i>-<i>χλαινος</i>)].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μελάγχλαινος:''' -ον, <b class="num">I.</b> αυτός που [[φορά]] μαύρη [[χλαίνη]], σε Μόσχ.<br /><b class="num">II.</b> οἱ [[Μελάγχλαινοι]], σκυθική [[εθνότητα]], σε Ηρόδ.
}}
}}

Revision as of 00:12, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελάγχλαινος Medium diacritics: μελάγχλαινος Low diacritics: μελάγχλαινος Capitals: ΜΕΛΑΓΧΛΑΙΝΟΣ
Transliteration A: melánchlainos Transliteration B: melanchlainos Transliteration C: melagchlainos Beta Code: mela/gxlainos

English (LSJ)

ον,

   A black-cloaked, Mosch.3.27 (glossed by διαυγής, Hsch.).    II οἱ M., as pr. n. of a Scythian tribe, Hdt.4.20, etc.

German (Pape)

[Seite 118] mit schwarzem Oberkleide, Mosch. 3, 27.

Greek (Liddell-Scott)

μελάγχλαινος: -ον, ὁ ἔχων μέλαιναν χλαῖναν, Μόσχ. 3. 27. ΙΙ. οἱ Μελάγχλαινοι, Σκυθικόν τι ἔθνος παρ’ Ἡροδ. 4. 20, κτλ.

French (Bailly abrégé)

ος, ον :
au manteau noir.
Étymologie: μέλας, χλαῖνα.

Greek Monolingual

μελάγχλαινος, -ον (Α)
1. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, μαύρο πανωφόρι, μαυροφορεμένος
2. (το αρσ. πληθ. ως κύριο όν.) οἱ Μελάγχλαινοι
ονομασία σκυθικού φύλου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + χλαίνα (πρβλ. λεοντό-χλαινος, λινό-χλαινος)].

Greek Monotonic

μελάγχλαινος: -ον, I. αυτός που φορά μαύρη χλαίνη, σε Μόσχ.
II. οἱ Μελάγχλαινοι, σκυθική εθνότητα, σε Ηρόδ.