μεταπαιδεύω: Difference between revisions

From LSJ

Ζῶμεν πρὸς αὐτὴν τὴν τύχην οἱ σώφρονες → Fortunae arbitrio nos modesti vivimus → Wir Weise leben mit dem Ziel des Glücks allein

Menander, Monostichoi, 189
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μεταπαιδεύω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[εκπαιδεύω]] ή [[διδάσκω]] διαφορετικά ή με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>μεταπαιδεύομαι</i><br />(για [[ουσία]]) [[αποκτώ]] νέα [[τάση]].
|mltxt=[[μεταπαιδεύω]] (ΑΜ)<br /><b>1.</b> [[εκπαιδεύω]] ή [[διδάσκω]] διαφορετικά ή με [[άλλο]] τρόπο<br /><b>2.</b> (το παθ.) <i>μεταπαιδεύομαι</i><br />(για [[ουσία]]) [[αποκτώ]] νέα [[τάση]].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μεταπαιδεύω:''' μέλ. <i>-σω</i>, [[εκπαιδεύω]] με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.
}}
}}

Revision as of 00:16, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μεταπαιδεύω Medium diacritics: μεταπαιδεύω Low diacritics: μεταπαιδεύω Capitals: ΜΕΤΑΠΑΙΔΕΥΩ
Transliteration A: metapaideúō Transliteration B: metapaideuō Transliteration C: metapaideyo Beta Code: metapaideu/w

English (LSJ)

   A educate differently, LXX4 Ma.2.7 (Pass.), Luc.Anach.17:—Pass., of a substance, acquire a fresh tendency, Pall.in Hp.2.104 D.

German (Pape)

[Seite 151] umerziehen, anders erziehen und unterrichten als vorher, Luc. Gymn. 17 u. öfter.

Greek (Liddell-Scott)

μεταπαιδεύω: ἐκπαιδεύω διαφόρως, Λουκ. Ἀνάχ. 17, κτλ.

French (Bailly abrégé)

élever d’une autre manière.
Étymologie: μετά, παιδεύω.

Greek Monolingual

μεταπαιδεύω (ΑΜ)
1. εκπαιδεύω ή διδάσκω διαφορετικά ή με άλλο τρόπο
2. (το παθ.) μεταπαιδεύομαι
(για ουσία) αποκτώ νέα τάση.

Greek Monotonic

μεταπαιδεύω: μέλ. -σω, εκπαιδεύω με διαφορετικό τρόπο, σε Λουκ.