μέταζε: Difference between revisions
Θησεύς τινʹ ἡμάρτηκεν ἐς σʹ ἁμαρτίαν; (Euripides, Hippolytus 319) → Hath Theseus wronged thee in any wise?
(24) |
(5) |
||
Line 21: | Line 21: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br />[[μετὰ]] ταῡτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετά]], [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ζε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύραζε]])]. | |mltxt=[[μέταζε]] (Α)<br /><b>επίρρ.</b><br /><b>1.</b> στο [[μεταξύ]] δύο χρονικών σημείων [[διάστημα]]<br /><b>2.</b> [[μετέπειτα]], [[μετά]] από αυτά, αργότερα<br /><b>3.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «τὰ [[μέταζε]]<br />[[μετὰ]] ταῡτα».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[μετά]], [[κατά]] τα επιρρμ. σε -<i>ζε</i> (<b>[[πρβλ]].</b> [[θύραζε]])]. | ||
}} | |||
{{lsm | |||
|lsmtext='''μέταζε:''' ([[μετά]]), επίρρ., [[κατόπιν]], όπισθεν, σε Ησίοδ. | |||
}} | }} |
Revision as of 00:20, 31 December 2018
English (LSJ)
Adv., (μετά)
A = μεταξύ, to be read in Hes.Op.394, cf. Hdn. Gr.2.951, Sch.Il.3.29, Sch.D.T.p.278 H.; but τὰ μέταζε· μετὰ ταῦτα, Δωριεῖς, Hsch.
German (Pape)
[Seite 146] hernach, hinterdrein, von der Zeit, τὰ μέταζε, Hes. O. 396, besser als die alte v. l. μεταξύ; es wird vom Schol. Il. 3, 29 u. in B. A. 945 aus dieser Stelle erwähnt.
Greek (Liddell-Scott)
μέταζε: ἐπίρρ., (μετὰ) μεταξύ ἢ μετὰ ταῦτα, τὰ μέταζε χατίζων, δηλ. μεταξὺ τοῦ νῦν χρόνου καὶ τοῦ ἑπομένου θέρους ὑφιστάμενος στερήσεις, Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 392, πρβλ. Ἡρῳδιαν. π. μον. λέξ. 42. 22, Σχόλ. εἰς Ἰλ. Γ. 29, Α. Β. 945 (τὰ Ἀντίγραφ. καὶ οἱ Σχολιαστ. ἔχουσι: τὰ μεταξύ).
French (Bailly abrégé)
adv.
dans la suite.
Étymologie: μετά, -ζε.
Greek Monolingual
μέταζε (Α)
επίρρ.
1. στο μεταξύ δύο χρονικών σημείων διάστημα
2. μετέπειτα, μετά από αυτά, αργότερα
3. (κατά τον Ησύχ.) «τὰ μέταζε
μετὰ ταῡτα».
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετά, κατά τα επιρρμ. σε -ζε (πρβλ. θύραζε)].