Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

μόγος: Difference between revisions

From LSJ

Μολὼν λαβέCome and take them

Plutarch, Apophthegmata Laconica 225C12
(25)
(5)
Line 21: Line 21:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
|mltxt=[[μόγος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> [[μόχθος]], [[κόπος]], [[κοπιώδης]] [[εργασία]] («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», <b>Ομ. Ιλ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ταλαιπωρία]], [[στενοχώρια]] («[[μόγος]] ἔχει» <b>Σοφ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της [[μόχθος]]. Παρ' όλα αυτά, η λ. [[μόγος]] θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. [[μογέω]] μετονοματικό παράγωγο. Αν η [[γλώσσα]] που παραδίδει ο <b>Ησύχ.</b> «[[σμογερόν]]<br />σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» [[είναι]] αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. [[μόγος]] (<span style="color: red;"><</span> <i>σμόγος</i>) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. <i>smagus</i> «[[βαρύς]], [[κουραστικός]]» και λεττον. <i>smag</i>(<i>r</i>)<i>s</i>. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, [[ομοιότητα]] της λέξης [[μόγος]] με τα [[μόχθος]], [[μοχλός]] δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].
}}
{{lsm
|lsmtext='''μόγος:''' -ου, ὁ,<br /><b class="num">1.</b> [[μόχθος]], [[δυσκολία]], σε Ομήρ. Ιλ.<br /><b class="num">2.</b> [[δυσκολία]], στενοχώρια, Λατ. [[labor]], σε Σοφ.
}}
}}

Revision as of 00:20, 31 December 2018

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μόγος Medium diacritics: μόγος Low diacritics: μόγος Capitals: ΜΟΓΟΣ
Transliteration A: mógos Transliteration B: mogos Transliteration C: mogos Beta Code: mo/gos

English (LSJ)

ὁ,

   A toil, ἱδρῶ θ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ Il.4.27; ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ IG3.900; μόγῳ πολλῷ κάμηλον ἐξειλκύσαμεν Alciphr.1.17.    2 trouble, distress, S.OC1744 (lyr.). (Cf. Lith. smagùs 'heavy': the initial s is preserved in σμογερός, σμυγερός.)

Greek (Liddell-Scott)

μόγος: -ου, ὁ, μόχθος, κόπος, ἱδρῶ θ’, ὃν ἵδρωσα μόγῳ Ἰλ. Δ. 27· ἀέθλους ἐξανύσαντα μόγῳ Συλλ. Ἐπιγρ. 434. 2) ταλαιπωρία, κακοπάθεια, Λατ. labor, Σοφ. Ο. Κ. 1744· πρβλ. μόχθος. (Πρὸς τὰ μόγος, μογέω, μογερός, πρβλ. μόγις· πρὸς τὸ μόλις, πρβλ. Λατ. moles, molestus· - μόγος, ὡσαύτως = μόχθος, μετὰ παρεμβαλλομένου θ, πρβλ. ἄχος, ἄχθος).

French (Bailly abrégé)

ου (ὁ) :
1 travail pénible, effort;
2 souffrance, douleur.
Étymologie: R. Μογ, faire un effort pénible.

English (Autenrieth)

toil, Il. 4.27†.

Greek Monolingual

μόγος, ὁ (Α)
1. μόχθος, κόπος, κοπιώδης εργασία («ἱδρῶθ', ὃν ἵδρωσα μόγῳ», Ομ. Ιλ.)
2. ταλαιπωρία, στενοχώριαμόγος ἔχει» Σοφ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Η λ. εμφανίζεται σπάνια, ενώ, αντίθετα, χρησιμοποιείται συχνότερα η συνώνυμη της μόχθος. Παρ' όλα αυτά, η λ. μόγος θεωρείται αρχική, ενώ το ρ. μογέω μετονοματικό παράγωγο. Αν η γλώσσα που παραδίδει ο Ησύχ. «σμογερόν
σκληρόν, ἐπίβουλον, μοχθηρόν» είναι αρχαία και αυθεντική, θα μπορούσε η λ. μόγος (< σμόγος) να συνδεθεί με επίθ. της Βαλτικής: λιθουαν. smagus «βαρύς, κουραστικός» και λεττον. smag(r)s. Η σημασιολογική και μορφολογική, εξάλλου, ομοιότητα της λέξης μόγος με τα μόχθος, μοχλός δεν μπορεί να στηρίξει μια θετική ετυμολ. για τη λ.].

Greek Monotonic

μόγος: -ου, ὁ,
1. μόχθος, δυσκολία, σε Ομήρ. Ιλ.
2. δυσκολία, στενοχώρια, Λατ. labor, σε Σοφ.